Σε προηγούμενα άρθρα μας για τον επί μακρόν κυοφορούμενο «αντιρατσιστικό νόμο» [1–3] είχαμε εκφράσει ανοιχτά την αντίθεσή μας στην ποινικοποίηση της άρνησης εγκλημάτων γενοκτονίας. (Τονίζω ιδιαίτερα τον όρο «άρνηση», προς αντιδιαστολή με την ηθικά και νομικά καταδικαστέα πράξη του εγκωμιασμού τέτοιων εγκλημάτων!) Στο παρόν σημείωμα, θα σταθούμε λίγο περισσότερο στο κρίσιμο αυτό ζήτημα που θέτει σε δοκιμασία τις ίδιες τις θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος…
Ομολογώ πως ανήκω σ’ εκείνους που συμπαθούν ιδιαίτερα τον εβραϊκό λαό και αρνούνται πεισματικά να τον δουν ως τον «δαίμονα της Ιστορίας». Και η συμπάθειά μου τούτη μένει αλώβητη από την απάνθρωπη πολιτική του σύγχρονου Ισραήλ, την οποία, όπως είμαι σε θέση να γνωρίζω, αποκηρύσσουν και αρκετοί προοδευτικοί και ανοιχτόμυαλοι Εβραίοι!
Από την άλλη, όσο κι αν θαυμάζω τον γερμανικό πολιτισμό (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη μουσική), ακόμα κι αν πέφτω για ύπνο με τον «Χρυσό του Ρήνου» και ξυπνώ με το «Λυκόφως των θεών», έχω καταδικάσει μέσα μου οριστικά τον γερμανικό λαό (ναι, τον ίδιο το λαό, όχι απλά τους ναζί!) για το έγκλημα του Ολοκαυτώματος, ένα έγκλημα που οδήγησε τους φιλοσόφους να επανεξετάσουν τα όρια στην κλίμακα των ηθικών αξιών. Γιατί, είναι αδόκιμο να χαρακτηρίζει κανείς το Ολοκαύτωμα ως «κακό», αφού κι αυτό τούτο το κακό αποτελεί αξιολογική διαβάθμιση ανθρώπινης συμπεριφοράς και, ως εκ τούτου, εντάσσεται (ακόμα και στις ακρότατες εκδοχές του) στα ανθρώπινα μέτρα (το «ανθρώπινα» εδώ με οντολογική και όχι ηθική σημασία). Και το εν λόγω έγκλημα σίγουρα δεν ήταν πράξη ανθρώπινων όντων…
Παρέθεσα αυτά τα προσωπικά στοιχεία για να καταστήσω σαφές ότι δεν ανήκω σ’ εκείνους που θα αρνούνταν ένα (ούτως ή άλλως ιστορικά αυταπόδεικτο) έγκλημα γενοκτονίας. Και θα ανατρίχιαζα ακούγοντας κάποιον να ισχυρίζεται, π.χ., ότι το Ολοκαύτωμα είναι «αποκύημα της φαντασίας των Εβραίων»! Εν τούτοις, θα με ενοχλούσε ακόμα περισσότερο η δια ροπάλου απαγόρευση στον ίδιο άνθρωπο να εκφράζει ελεύθερα τις (όποιες) απόψεις του, στο βαθμό που η έκφρασή τους δεν συνιστά άμεση ή έμμεση προτροπή σε εγκληματικές (ή, γενικότερα, παράνομες) πράξεις!
Η αιτιολόγηση της ένστασής μου αυτής συνοψίζεται στα εξής σημεία:
1. Ποινικοποίηση της γνώμης δεν είναι διανοητή στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αν κάτι κυρίως διαχωρίζει ένα δημοκρατικό καθεστώς από ένα μη-δημοκρατικό (σαν αυτά που, συν τοις άλλοις, βαρύνονται με εγκλήματα γενοκτονίας) είναι ακριβώς η ελευθερία του λόγου (το να επαναλάβουμε εδώ τη γνωστή φράση που – λανθασμένα ή όχι – αποδίδεται στον Βολταίρο, θα ήταν μάλλον περιττό). Και η στέρηση της ελευθερίας αυτής θα προσέφερε, το δίχως άλλο, επιχειρήματα σε κάθε αμφισβητία του πολιτεύματος.
2. Η δημοκρατία δεν απειλείται από τον βιασμό του ιστορικού αυταπόδεικτου, αλλά μάλλον από τα ίδια της τα φοβικά σύνδρομα απέναντι σε όσους τον εκπροσωπούν! Το μόνο αντίδοτο στον ανιστόρητο παραλογισμό είναι ο εμπεριστατωμένος, επιστημονικά τεκμηριωμένος αντίλογος. Και, για να έχει την ευκαιρία να ακουστεί ο δεύτερος, θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα να εκφραστεί ο πρώτος. Ένα υγιές πολίτευμα, βασισμένο σε στέρεους κώδικες ανθρώπινων αξιών, δεν θα ‘πρεπε να δίνει την εντύπωση πως φοβάται τους εχθρούς του κάθε φορά που επιχειρούν να ανοίξουν το στόμα τους. Μια καλά εδραιωμένη δημοκρατία δεν πρέπει να δείχνει επισφαλής – και, εν τέλει, ανασφαλής!
3. Όπως είχαμε σημειώσει παλιότερα [4], τον (νεο)ναζισμό δεν τον αντιμετωπίζει κανείς με νομικά μέσα αλλά με σωστή παιδεία και δημοκρατική καθοδήγηση. Γιατί, εκτός των άλλων, ένας στοχευμένος και μονομερής περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης θα μπορούσε να «ηρωοποιήσει» στα μάτια της κοινωνίας τους αποδέκτες (ή, κατά μία έννοια, τα «θύματα») μιας τέτοιας πολιτικής. Και, τελικά, θα εξυπηρετούσε απόλυτα τους επικοινωνιακούς σκοπούς τους!
Εν κατακλείδι, πιστεύουμε πως η ποινικοποίηση της άρνησης (όχι του εγκωμιασμού!) εγκλημάτων γενοκτονίας, όπως αυτή προβλέπεται στον νέο αντιρατσιστικό νόμο, είναι λάθος επιλογή. Πέραν του ότι εμφανώς παραβιάζει την δημοκρατικά κατοχυρωμένη ελευθερία του λόγου, φανερώνει και κάποια αδικαιολόγητη νευρικότητα – αν όχι ηττοπάθεια – του δημοκρατικού συστήματος απέναντι στους αρνητές του, τους οποίους, επί πλέον, εν δυνάμει αναβαθμίζει ηθικά από θύτες σε θύματα. Και όλα αυτά μάλλον ενδυναμώνουν τους τελευταίους, παρά τους αναχαιτίζουν…
Αναφορές:
[1] A conceptual approach to racism
[2] Σκέψεις πάνω στον αντιρατσιστικό νόμο
[3] Ρατσισμός: Καλώς τον τιμωρούμε. Μήπως πρέπει και να τον ορίσουμε;
[4] Ο ναζισμός και τα λάθη του πολιτικού συστήματος
Aixmi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου