Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

Το λάθος των φιλελεύθερων και το φάντασμα του Ντόναλντ Τραμπ

                 

Η πιθανή επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία φαντάζει σαν εφιαλτικό σενάριο θανάτου για την Αμερικανική Δημοκρατία. Όμως, στην πολιτική γιγάντωση του Τραμπ συνέβαλε και ένα τραγικό λάθος των κοινωνικών φιλελεύθερων: το ανελεύθερο δόγμα της «πολιτικής ορθότητας»...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

1. Το λάθος που έγινε μπούμερανγκ

Τον Ιούνιο του 2020, εν μέσω θύελλας για ένα αποτρόπαιο ρατσιστικό έγκλημα στις ΗΠΑ, η τηλεοπτική πλατφόρμα HBO απέσυρε από την ταινιοθήκη της ένα από τα κορυφαία έργα του αμερικανικού κινηματογράφου: το πασίγνωστο «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» (“Gone with the Wind”, 1939). Η εξήγηση που δόθηκε ήταν ότι η ταινία παραβίαζε τους όρους της πολιτικής ορθότητας, αποκρύπτοντας (ή, μη προβάλλοντας επαρκώς) τον ρατσισμό που επικρατούσε στον Νότο κατά την περίοδο του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου. Η απόσυρση της ταινίας συνάντησε έντονες αντιδράσεις από κριτικούς κινηματογράφου αλλά και ιστορικούς, οι οποίοι έκαναν λόγο για υπερβολές της πολιτικής ορθότητας και κατηγόρησαν το HBO για λογοκρισία.

Γενικά μιλώντας, η πολιτική ορθότητα είναι κάτι σαν φάρμακο. Σε λογικές δόσεις ίσως και να είναι ωφέλιμη. Η κατάχρησή της, όμως, μπορεί να γίνει μπούμερανγκ ενάντια στις ίδιες τις προθέσεις της. Αυτό φάνηκε καθαρά στις αμερικανικές εκλογές του 2016, όταν μία κατά βάση αντιδημοκρατική και αντιφιλελεύθερη προσωπικότητα βρέθηκε στον Λευκό Οίκο. Το εφιαλτικό σενάριο για την Αμερικανική Δημοκρατία είναι, τώρα, να ξαναβρεθεί σύντομα το ίδιο πρόσωπο στο ίδιο μέρος...

Ας το εξηγήσουμε συνοπτικά: Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός μίας μερίδας Αμερικανών Δημοκρατικών, αντίβαρο αρχικά στον ακραίο συντηρητισμό των Ρεπουμπλικάνων, ανέδειξε στην πορεία του μία μορφή ιδεολογικής δικτατορίας που προσέδωσε στον όρο «φιλελεύθερος» τον χαρακτήρα οξύμωρου, αφού επιχείρησε να περιορίσει ασφυκτικά την – αδιαπραγμάτευτη για τους Αμερικανούς – ελευθερία του λόγου. Έτσι, το αμφιλεγόμενο δόγμα της πολιτικής ορθότητας (political correctness) αποδείχθηκε μία ιδέα όχι λιγότερο οπισθοδρομική από εκείνες ενάντια στις οποίες μάχεται.

Η ολοένα αυξανόμενη εμμονή με την πολιτική ορθότητα κόστισε, τελικά, ακριβά στους Δημοκρατικούς στις εκλογές του 2016, τις οποίες έχασαν από έναν υπέρμετρα εξωστρεφή εκπρόσωπο του αντισυστημικού λαϊκισμού και φανατικό πολέμιο του δόγματος. Ο οποίος, αφού επιχείρησε να καταλύσει το ίδιο το πολίτευμα των ΗΠΑ όταν ηττήθηκε στις επόμενες εκλογές, απειλεί τώρα να επιστρέψει για να πάρει την εκδίκησή του.

2. Γιατί νίκησε ο Trump το 2016

Πολλοί είπαν ότι ο Donald Trump νίκησε στις εκλογές τού '16 γιατί κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το άγχος της εργατικής τάξης για την ανεργία που ολοένα επιδεινωνόταν από την μετανάστευση και την παγκοσμιοποίηση. Για άλλους, η νίκη του οφείλεται στο κάθε άλλο παρά δημοφιλές προφίλ της τότε αντιπάλου του, Χίλαρι Κλίντον. Κάποιοι ακόμα ισχυρίστηκαν ότι είχε έρθει η ώρα να πετάξει η Αμερική τη δημοκρατική της μάσκα και να αποκαλύψει το αληθινό της, σκοτεινό και οπισθοδρομικό πρόσωπο.

Υπάρχει, όμως, και μία ιδιαίτερη παράμετρος της νίκης του Trump που θα ήταν λάθος να αγνοηθεί. Για κάποιους αναλυτές ήταν ίσως η σημαντικότερη. Αναφέρομαι στην κούραση μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας από την τυραννία της πολιτικής ορθότητας σε κάθε απόπειρα έκφρασης δημόσιας γνώμης, από τα πανεπιστήμια ως τα social media και το εθνικό δίκτυο τηλεόρασης. Ο Trump νίκησε, κατά τους πολιτικούς αναλυτές, επειδή ακριβώς έπεισε τον μέσο Αμερικανό ότι θα τον απάλλασσε μια και καλή από την πολιτική ορθότητα. Και η ιδέα αυτή ήταν, όπως αποδείχθηκε, ένα από τα κλειδιά της επιτυχίας του.

Από τη μεριά τους, οι Αμερικανοί φιλελεύθεροι (Liberals) έκαναν ένα σοβαρό πολιτικό σφάλμα. Στην προσπάθειά τους να πολεμήσουν τον ρατσισμό, εισήγαγαν νέες μορφές του. Κατέταξαν τους πολίτες σε διακριτές κοινωνικές ομάδες και είπαν σε κάποιους από αυτούς – κυρίως τους λευκούς άντρες με σχετικά χαμηλό επίπεδο μόρφωσης – πως είναι οι «κακοί». Τους χλεύασαν ανελέητα χαρακτηρίζοντάς τους οπισθοδρομικούς και στιγματίζοντάς τους, συχνά αβάσιμα, ως ρατσιστές και σεξιστές. Ακόμα και τα video-παιχνίδια τους αποτέλεσαν αντικείμενο αφ’ υψηλού ειρωνείας.

Η αμφισβήτηση της ελευθερίας του λόγου έχει πάντα κόστος, ιδιαίτερα σε μία κοινωνία όπως η αμερικανική. Η προεδρία πήγε, τελικά, σε εκείνον που, κατά τους υποστηρικτές του, «δεν φοβόταν να πει ανοιχτά τη γνώμη του». Κάποιον που αντιπροσώπευε «όσα δεν μπορούσαν εκείνοι να πουν»...

3. Τι είναι «πολιτική ορθότητα»

Σε αντίθεση με μία συνήθη, μονομερή ερμηνεία του όρου, η πολιτική ορθότητα δεν περιορίζεται σε ζητήματα που άπτονται φυλετικών ή σεξουαλικών ευαισθησιών. Συνίσταται, γενικά, στον αποκλεισμό κοινών εκφράσεων ή πρακτικών που θα μπορούσαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να προσβάλουν οποιοδήποτε μέλος μίας πλουραλιστικής κοινωνίας. Βέβαια, το τι προσβάλλει κάποιον είναι κατά βάση προσωπική υπόθεση – αν κανείς εξαιρέσει ένα σύνολο αυτονόητα απορριπτέων συμπεριφορών που, κατά κοινή παραδοχή, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας.

Αν και οι προθέσεις της δείχνουν καταρχήν αγαθές (ποιος θεωρεί καλό πράγμα το να προσβάλλει κάποιος τον συνάνθρωπό του;) η πολιτική ορθότητα εξελίχθηκε με τον καιρό σε τυραννία ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης και, σε ακραίες περιπτώσεις, έφτασε να στιγματίζει ανεξίτηλα τις υπολήψεις εκείνων που την παραβιάζουν. Επέβαλε ένα ολοένα διευρυνόμενο «λεξικό» απαγορευμένων εκφράσεων που, αν κάποιος δεν ενημερώνεται έγκαιρα για τις τακτικές επικαιροποιήσεις του, κινδυνεύει να εκτεθεί στα μάτια μίας άτυπης «αστυνομίας σκέψης» και να αποκομίσει ετικέτες που κυμαίνονται από αυτή του οπισθοδρομικού έως εκείνη του ρατσιστή.

Σύμφωνα με προ οκταετίας στατιστικές, 60% των Αμερικανών – διπλάσιοι Ρεπουμπλικάνοι σε σύγκριση με τους Δημοκρατικούς – θεωρούσαν ότι η πολιτική ορθότητα είναι ένα από τα σημαντικά προβλήματα στις ΗΠΑ. Μόνο ένα 18% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι η χώρα τους δεν είναι όσο θα έπρεπε «πολιτικά ορθή». (Δεν διαθέτω τούτη τη στιγμή επικαιροποιημένα στατιστικά στοιχεία πάνω στο θέμα αυτό, αν υποτεθεί ότι υφίστανται.)

4. Πολιτική ορθότητα στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση

Στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η πολιτική ορθότητα έχει επιβάλει περιορισμούς στην έκφραση που προκαλούν ασφυξία στους φοιτητές και το καθηγητικό προσωπικό. Μέχρι το 2013, το «Γραφείο για τα Πολιτικά Δικαιώματα» του Υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ όριζε ότι η συμπεριφορά ενός ατόμου (κυρίως σε ό,τι αφορά τον λόγο) θα έπρεπε να κριθεί ως «αντικειμενικά προσβλητική» με βάση προκαθορισμένα κριτήρια, προτού κάποιος αποκτήσει το δικαίωμα να υποβάλει μία ανώνυμη καταγγελία εναντίον του ατόμου αυτού.

Το 2013, εν τούτοις, η κυβέρνηση Obama άλλαξε τα δεδομένα. Σύμφωνα με μία νέα αντίληψη, το τι είναι προσβλητικό καθορίζεται με βάση τις προσωπικές ευαισθησίες του καθενός και δεν υπόκειται σε αντικειμενική αξιολόγηση. Με άλλα λόγια, ο κάθε φοιτητής μπορεί να βασίζεται στα προσωπικά του – και, ως εκ τούτου, απόλυτα υποκειμενικά – κριτήρια για να ορίσει ως προσβλητικό ένα σχόλιο από έναν συμφοιτητή ή έναν καθηγητή του και να υποβάλει, έτσι, μία ανώνυμη καταγγελία. Πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ έσπευσαν να συμμορφωθούν με αυτή την παράλογη απαίτηση υπό τον φόβο οικονομικών κυρώσεων.

Ποια είναι η τύχη ενός πανεπιστημιακού που πέφτει θύμα ανώνυμης καταγγελίας για παραβίαση πολιτικής ορθότητας; Σύρεται ως κοινός κακούργος σε διάφορες εξεταστικές επιτροπές, χωρίς το δικαίωμα να αντικρίσει τον καταγγέλλοντα – ούτε καν να πληροφορηθεί το όνομά του – επειδή και μόνο κάποιος φοιτητής, ή κάποια ομάδα φοιτητών, θεώρησαν ένα σχόλιό του ως «μη αποδεκτό». Και, φυσικά, ας μην ξεχνούμε και τους αμείλικτους «δικαστές» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που πρόθυμα θα συνταχθούν με τους «θιγόμενους»!

Και ο παραλογισμός δεν έχει τέλος: Πριν το ξεκίνημα του ακαδημαϊκού τετραμήνου, ο καθηγητής ενός μαθήματος οφείλει να προβλέψει ποια στοιχεία του μαθήματος θα μπορούσαν να προκαλέσουν τις προσωπικές ευαισθησίες ενός φοιτητή, και να εκδώσει σχετική προειδοποίηση. Αν αμελήσει να το πράξει, είναι θεωρητικά δυνατό να αντιμετωπίσει τις καθιερωμένες καταγγελίες ή να εισπράξει την οργή κάποιων φοιτητών του.

5. Υπερβολές της πολιτικής ορθότητας

Η πολιτική ορθότητα στην Αμερική συχνά φτάνει στα άκρα προκειμένου να υπηρετήσει τους σκοπούς της. Το ερώτημα «πού γεννηθήκατε;» πρέπει να αποφεύγεται επειδή μπορεί να εκληφθεί ως έμμεση αμφισβήτηση αμερικανικής καταγωγής. Το «πόσον καιρό εργάζεστε εδώ;» θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπαινιγμός για την ηλικία κάποιου. Το «πολίτης των ΗΠΑ» είναι προτιμότερο από το «Αμερικανός», αφού το δεύτερο υπονοεί ότι οι ΗΠΑ είναι η μόνη χώρα της αμερικανικής ηπείρου…

Για πολλούς Αμερικανούς, η κατάχρηση πολιτικής ορθότητας ακουμπά ενοχλητικά ακόμα και πάνω σε αγαπημένες παραδόσεις. Για παράδειγμα, το «Καλές Γιορτές» θεωρείται περισσότερο πολιτικά ορθό από το «Καλά Χριστούγεννα», αφού το δεύτερο προάγει τον διαχωρισμό των ανθρώπων με βάση τα θρησκευτικά τους «πιστεύω». Ένα σχολείο στο Connecticut επιχείρησε πριν μερικά χρόνια να απαγορεύσει τις αποκριάτικες στολές για το Halloween, θεωρώντας ότι κάποια παιδιά με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές θα μπορούσαν να αισθανθούν ξένα ως προς το έθιμο. Την πολιτική αυτή του σχολείου ανέτρεψαν, τελικά, μερικοί εξαγριωμένοι γονείς μαθητών!

6. Η πολιτική μη-ορθότητα ως εργαλείο πολιτικής

Η ρητορική ενάντια στην πολιτική ορθότητα μπορεί να χρησιμεύσει ως εργαλείο αποπροσανατολισμού των Αμερικανών ψηφοφόρων από τα πραγματικά προβλήματα της χώρας τους, στοχεύοντας ευθέως στους βαθύτερους και σκοτεινότερους φόβους τους για ανθρώπους που είναι διαφορετικοί.

Την ώρα που μιλούν για «μετανάστες που κλέβουν τις δουλειές των Αμερικανών», κάποιοι πολιτικοί επιχειρούν να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από πραγματικά δεδομένα, όπως π.χ. το γεγονός ότι, σύμφωνα με υπολογισμούς ειδικών, η εισροή Λατίνων μεταναστών εργατών στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία 30 χρόνια είχε πολύ μικρή επίπτωση στην ανεργία, σε σύγκριση με την μετακίνηση ενός σημαντικού αριθμού εργοστασίων στο εξωτερικό, ή τις επαναλαμβανόμενες υφέσεις της εθνικής οικονομίας.

Έτσι, ενώ παρακολουθούσε κάποιος με ενδιαφέρον τον Trump, προ των εκλογών του ’16, να ζητά την κατασκευή τείχους που θα απέτρεπε την μετανάστευση, ελάχιστα πρόσεχε ότι οι πραγματικοί λόγοι απώλειας θέσεων εργασίας και οικονομικής αστάθειας δεν θίγονταν καν.

7. Συνοψίζοντας

Η πολιτική ορθότητα είναι ένας άγραφος και συνεχώς εμπλουτιζόμενος κώδικας απαγορευμένης έκφρασης και πρακτικής [1]. Για πολλούς Αμερικανούς, ο κώδικας αυτός στραγγαλίζει την ελευθερία του λόγου, τιμωρώντας παράλληλα τους «παραβάτες» με τη ρετσινιά της οπισθοδρομικότητας και της μισαλλοδοξίας. Η αντίδραση απέναντι στο φαινόμενο έφερε, έτσι, πριν μερικά χρόνια στην εξουσία κάποιον που υποσχέθηκε πως θα καταργήσει την πολιτική ορθότητα στην πράξη. Το φάντασμα της επιστροφής του πλανάται τώρα και πάλι πάνω από τις ΗΠΑ, απειλώντας ό,τι λίγο (κατά τη γνώμη μας) έχει απομείνει από τη δημοκρατία στη χώρα εκείνη.

Δεν ισχυριζόμαστε, φυσικά, ότι η πολιτική ορθότητα είναι ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για τις προσεχείς αμερικανικές εκλογές. Είναι, όμως, κάτι που δεν θα πρέπει να αγνοείται, αν κάποιος θέλει να έχει την πλήρη εικόνα των πραγμάτων και να δώσει την καλύτερη δυνατή ερμηνεία στα (όποια) εκλογικά αποτελέσματα.

[1] Στο σημείωμα αυτό δεν εξετάζουμε την μετεξέλιξη της πολιτικής ορθότητας σε ένα ακόμα πιο αντιφιλελεύθερο δόγμα, το οποίο αντιπροσωπεύεται από το λεγόμενο «κίνημα Woke». Δείτε, π.χ., το βιβλίο της Nathalie Heinich, «Γουοκισμός: ο νέος ολοκληρωτισμός;» (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2023).

(Το παρόν κείμενο αποτελεί επικαιροποίηση ανάλυσης που δημοσιεύθηκε το 2020 στο ΒΗΜΑ.)

KLIK - ΑΡΔΗΝ

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Το «θα τους φάμε» τώρα δικαιώνεται! | Η Λίνα Μενδώνη και το τέλος του φιλελευθερισμού



Πόσο φιλελεύθερος είναι ο νόμος που προωθεί η υπουργός Πολιτισμού για την υποστήριξη της ελληνικής μουσικής;

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Τον Φεβρουάριο του '23, έξω από το Εθνικό Θέατρο και ενώπιον παραληρούντος πλήθους, στο τέλος επαναστατικού άσματος και με οργίλο ύφος που θύμιζε καπετάνιο αντάρτικου στρατού σε ώρα μάχης ενάντια σε μισητό εχθρό, η γνωστή τραγουδίστρια κ. Τάνια Τσανακλίδου κραύγασε, απειλητικά, «θα τους φάμε!». Τα υποψήφια θύματα «ανθρωποφαγίας» ήταν οι τότε κυβερνώντες, με προεξάρχουσα την υπουργό Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη. Η δημόσια συγκέντρωση είχε λάβει χώρα με αφορμή την απαίτηση των καλλιτεχνών να διορίζονται στο δημόσιο ως απόφοιτοι πανεπιστημίων. Τελικά, δεδομένου ότι η χώρα βρισκόταν στην αρχή προεκλογικής περιόδου, η κυβέρνηση κάπως τα βόλεψε με τους καλλιτέχνες και ο θόρυβος κόπασε. Η φράση «θα τους φάμε», όμως, έγινε viral...

Καθώς βρισκόμαστε και πάλι σε τροχιά (ευρω)εκλογικής περιόδου, η κ. Μενδώνη είπε να το τερματίσει. Κατέβασε, λοιπόν, προς ψήφιση ένα νομοσχέδιο, βάσει του οποίου ακόμα και ιδιωτικές επιχειρήσεις (όπως ξενοδοχεία, εμπορικά κέντρα και ραδιοφωνικοί σταθμοί) που κάνουν χρήση μουσικής, υποχρεούνται, υπό την απειλή προστίμου(!), να παίζουν ένα καθορισμένο, ελάχιστο ποσοστό ελληνικής μουσικής. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα πνευματικά δικαιώματα των εγχώριων μουσικών δημιουργών (δαπάναις, φυσικά, όχι του κράτους που νομοθετεί αλλά των ίδιων των επιχειρήσεων)...

Να θυμίσουμε ότι η κ. Μενδώνη ανήκει σε μία κυβέρνηση που έχει εξ υπαρχής αυτο-συστηθεί στον ελληνικό λαό ως «φιλελεύθερη». Και, με βάση το αλφαβητάρι του φιλελευθερισμού, το μόνο που δεν κάνει ένα φιλελεύθερο σύστημα εξουσίας είναι να παρεμβαίνει στις επιλογές του κάθε πολίτη, στον βαθμό που αυτές δεν απειλούν το γενικό καλό και δεν βλάπτουν την ελευθερία των συμπολιτών του. Όπου με τον όρο «πολίτης» μπορεί να εννοείται, γενικότερα, και μία ευρύτερη δομή όπως μια οικονομική επιχείρηση.

Είναι προφανές ότι ο «νόμος Μενδώνη» παραβιάζει τις στοιχειώδεις αρχές του φιλελευθερισμού και θυμίζει άλλες εποχές και άλλη φιλοσοφία εξουσίας. Τελικά - και γενικότερα - ίσως πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι ο κατασυκοφαντημένος (ακόμα κι από εμένα τον ίδιο [1]) φιλελευθερισμός δεν ταιριάζει στο ελληνικό DNA. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την εξουσία (ας σκεφτούμε, λ.χ., αν η παρανοϊκή υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας είναι φιλελεύθερο μέτρο) αλλά και τον ίδιο τον λαό (αμέτρητοι οι εγχώριοι θαυμαστές ενός πολεμοχαρούς Ρώσου δικτάτορα).

Έτσι, αν περιμένουμε «να τους φάμε» - που θα 'λεγε κι η Τσανακλίδου - για να χορτάσουμε, μάλλον θα μείνουμε νηστικοί: Φιλελεύθεροι υπάρχουν μόνο στον κατάλογο του μενού, όχι στην κουζίνα!


Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Η Δύση που την μίσησαν πολλοί...

 Δύο εκ διαμέτρου αντίθετες, θεωρητικά, πολιτικές τάσεις - η αριστερή και η άκρα δεξιά - συναντούνται και συνυπάρχουν αρμονικά κάτω από το κοινό μίσος για τη δημοκρατική Δύση και ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει. Οι λόγοι, όμως, είναι διαφορετικοί...

Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου

Είχαμε γράψει σε προηγούμενο σημείωμα [1]:

«Προβληματισμό έχει προκαλέσει η παρουσία στη Βουλή ενός σημαντικού αριθμού εκπροσώπων του λεγόμενου αντι-δυτικού χώρου. Ενός χώρου που υπερβαίνει τις κομματικές γραμμές αφού, μέσα σε αυτόν, εκείνα που χωρίζουν "δεξιές" και "αριστερές" ιδεολογικές θέσεις παύουν να έχουν σημασία. Αυτό που ενοποιεί τον χώρο είναι πιο ισχυρό από εκείνα που τον διχάζουν.

Μία περιδιάβαση στα social media τα τελευταία 13 χρόνια αποκαλύπτει την εκτός πραγματικότητας και λογικής στάση ενός όχι ευκαταφρόνητου ποσοστού νεοελλήνων σε τρεις πρόσφατες κρίσεις με εθνική σημασία. Τα μέλη της σημαντικής αυτής κοινωνικής ομάδας δείχνει να συνδέει η αντιπάθεια, ή μάλλον το μίσος, για έναν κοινό εχθρό. Ένα μίσος τόσο μεγάλο που καταργεί ακόμα και τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε εμφατικά αντίθετες πολιτικές ιδεολογίες. Αποδέκτης του μίσους είναι μία ιδέα που, μετά από δύο αιματηρούς παγκόσμιους πολέμους, κατόρθωσε να μετουσιωθεί σε πολιτική πραγματικότητα: η φιλελεύθερη, δημοκρατική Δύση.

Τις αντι-δυτικές δυνάμεις του τόπου συνδέει μία κοινή στάση απέναντι σε τρία ζητήματα εθνικής σημασίας: την αποφυγή της χρεοκοπίας, την αντιμετώπιση της πανδημίας και τη θέση της χώρας στην ουκρανική κρίση...»

Έτσι, το κοινό - και εξίσου φανατικό - αντιδυτικό αίσθημα των δύο πολιτικών άκρων τα έκανε να συναντηθούν και να συνυπάρξουν αρμονικά (ως και κυβερνητικά) στους κόλπους των αντιμνημονιακών της περιόδου της οικονομικής κρίσης και, αργότερα, στους αντιεμβολιαστές της πανδημίας και τους θαυμαστές ενός φιλοπόλεμου Ρώσου δικτάτορα - ο οποίος τούτη τη στιγμή απειλεί την παγκόσμια κοινότητα με ένα ολοκαύτωμα από το οποίο δεν πρόκειται να επιζήσει κανείς.

Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι, όχι μόνο δεν εισπράττει αντιδυτικό μένος αλλά, αντίθετα, απολαμβάνει υψηλή δημοφιλία στη χώρα μας ένας πρώην (και, δυστυχώς, ίσως επόμενος) "πλανητάρχης", παρά το γεγονός ότι ηγήθηκε της πλέον "δυτικής" δημοκρατίας: εκείνης των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό εξηγείται από το ότι ο εν λόγω πρόεδρος υπήρξε, και παραμένει, μέγας θαυμαστής και υποστηρικτής του Ρώσου δικτάτορα, τον οποίο μάλιστα ενθαρρύνει(!) να επιτεθεί ακόμα και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης [2]. Και, η ενωμένη Ευρώπη είναι η ιδέα απέναντι στην οποία κορυφώνεται το αντιδυτικό μίσος των δύο πολιτικών άκρων.

Όμως, τι εξηγεί αυτό το μίσος προς τη Δύση; Εδώ οι λόγοι διαχωρίζονται και, σε μερικά επιμέρους ζητήματα, εμφανίζονται αντίθετοι μεταξύ τους. Για την εγχώρια (και, ως έναν βαθμό, την ευρωπαϊκή) Αριστερά, η Δύση είναι πάντα ταυτισμένη με την αποικιοκρατία, τον ρατσισμό και την εκμετάλλευση φτωχών και ανίσχυρων λαών. Για την (άκρα, κυρίως) Δεξιά, η Δύση απομακρύνεται συνεχώς από "ιερές" παραδοσιακές αξίες που θα όφειλε με κάθε τρόπο να προασπίζει, διολισθαίνοντας σε έναν παρακμιακό και απόλυτα μη-αποδεκτό "προοδευτισμό". Ας δούμε τις δύο περιπτώσεις κάπως αναλυτικότερα:

Η Αριστερά βλέπει τη Δύση ως "μητέρα κάθε κακού", υπεύθυνη για όλα τα δεινά του υπόλοιπου Κόσμου, τα οποία όχι μόνο προκάλεσε στο παρελθόν με ιμπεριαλιστικές μεθόδους αλλά και εκμεταλλεύτηκε προς όφελος της δικής της ευμάρειας. Έτσι, η αριστερή διανόηση αντιμετωπίζει με συμπάθεια, αν όχι δικαιολογεί απροκάλυπτα, ακόμα και φρικτές εγκληματικές πράξεις που διαπράττονται από φιλοξενούμενους στις δυτικές δημοκρατίες, με θρησκευτικά ή οικονομικά κίνητρα και με θύματα αθώους πολίτες των χωρών που τους φιλοξενούν. Οι οποίες χώρες, από τη μεριά τους, δίνουν στους μετανάστες τη δυνατότητα, αν το επιθυμούν, να ενταχθούν ως ισότιμα μέλη στην κοινωνία των πολιτών - υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι σέβονται τους κανόνες της δυτικής δημοκρατίας και αποδέχονται τα φιλελεύθερα δυτικά ήθη.

Η Δεξιά, από την άλλη, κατηγορεί τη Δύση ως υπέρ το δέον ανεκτική και φιλόξενη σε ξένους πολιτισμούς (δηλαδή, ανοιχτή στην πολυπολιτισμικότητα), όπως και υπερβολικά "προοδευτική" και φιλελεύθερη ώστε να επιτρέπει - ακόμα και να κατοχυρώνει θεσμικά - την αποσύνθεση παραδοσιακών θεσμών και δομών, όπως ο γάμος και η οικογένεια. Σε αυτό το αρνητικό αίσθημα έχουν συμβάλει τα μέγιστα τόσο οι σύγχρονες φιλο-μεταναστευτικές πολιτικές ευρωπαϊκών κρατών, όσο και οι ακραίες θέσεις - και οι συχνά ριζοσπαστικές συμπεριφορές - των οπαδών της λεγόμενης "Woke" κουλτούρας [3], η οποία επιχειρεί να επιβάλει τη σιγή σε κάθε φωνή που δεν υπηρετεί τους σκοπούς της [4]. Δεν προκαλεί εντύπωση, επομένως, η "δεξιά" συμπάθεια σε αντι-δυτικές δικτατορικές προσωπικότητες που εμφανίζονται ως θεματοφύλακες ηθών και αξιών...

Το οξύμωρο της υπόθεσης, εν τούτοις, είναι ότι, ακόμα κι εκείνοι που μισούν θανάσιμα τη Δύση δεν θα ήθελαν να ζουν οπουδήποτε αλλού! Γιατί, σε κανένα άλλο μέρος - ιδιαίτερα στις χώρες των δικτατόρων που θαυμάζουν - δεν θα είχαν την ελευθερία να εκφράσουν ανοιχτά τη γνώμη τους, ακόμα και την απέχθειά τους για το ίδιο το σύστημα εξουσίας. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι να έχει ποτέ απαντηθεί το ειρωνικό (και μάλλον ρητορικό) ερώτημα που τίθεται συχνά στα social media: "Αφού μισείτε τις δυτικές δημοκρατίες ενώ αγαπάτε τόσο πολύ τον τάδε δικτάτορα, γιατί δεν πάτε να ζήσετε στη χώρα του;"

[1] https://www.tovima.gr/2023/07/14/opinions/apo-to-mnimonio-sto-emvolio-kai-ton-poutin-ena-xroniko-ellinikou-antidytikismou/

[2] https://www.kathimerini.gr/world/562882858/to-apotypoma-tis-ekstrateias-tramp-i-eyropi-kai-to-nato/

[3] Nathalie Heinich: "Γουοκισμός: ο νέος ολοκληρωτισμός;" (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2023).

[4] https://klik.gr/2024/02/05/prepei-na-afairesoyme-ti-lexi-kanonikotita-apo-ta-lexika/

KLIK