Ο Τσαϊκόφσκι υπήρξε πάντα ένας από τους πιο αγαπημένους μου συνθέτες, μαζί με τον Βάγκνερ, τον Μπραμς και τον Μάλερ. Ένα έργο τού Πιότρ Ίλιτς που ξεχωρίζω είναι η όπερα «Ντάμα Πίκα». Όχι μόνο για την ωραιότητα της μουσικής της αλλά και για την ιδιοφυή ανάπτυξη των μουσικών θεμάτων της – των λάιτμοτιφ, στην οπερατική διάλεκτο.
Θέλησα πριν μερικές μέρες να δω και πάλι την Ντάμα Πίκα. Ίσως και για να πάρω λίγο το μυαλό μου από τα όσα ζοφερά τεκταίνονται αυτό τον καιρό στην Ουκρανία, τη χώρα που βιώνει και στον 21ο αιώνα την εμπειρία μίας ναζιστικού τύπου εισβολής. Αυτή τη φορά όχι από Γερμανούς αλλά από Ρώσους επιδρομείς...
Ο δίσκος DVD ξεκίνησε το καθιερωμένο τελετουργικό του ρωτώντας για τη γλώσσα των υποτίτλων. Μετά τη σύντομη αλλά μουσικά περιεκτική ορχηστρική εισαγωγή, στη σκηνή του θεάτρου Μαρίνσκι εμφανίστηκαν νταντάδες, γκουβερνάντες και παιδιά, να απολαμβάνουν τη λιακάδα και το παιχνίδι σε ένα πάρκο της Αγίας Πετρούπολης την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης. Ξάφνου, υπό τον ήχο ενός ταμπούρλου έκαναν την εμφάνισή τους τα αγόρια που έπαιζαν τους στρατιώτες:
Ένα - δύο, εν - δυο,
αριστερό - δεξί, αριστερό - δεξί.
Μη χαλάτε τις γραμμές!
Ήρθαμε να πολεμήσουμε
τους εχθρούς της Ρωσίας. Ουρά (ζήτω)!
Θα πιάσουμε αμέτρητους αιχμαλώτους. Ουρά!
Να ζήσει η βασίλισσά μας. Μαρς!
Ομολογώ ότι θεωρούσα πάντα τη χορωδία των αγοριών «στρατιωτών» σαν την λιγότερο ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια σε αυτή την όπερα (ο Τσαϊκόφσκι εδώ είχε μάλλον στο νου του την «Κάρμεν» του Ζωρζ Μπιζέ). Ανυπομονούσα να δω να μπαίνει, επιτέλους, στη σκηνή ο τραγικός Χέρμαν υπό τους ήχους των leitmotiv που προφητεύουν την αναπόδραστη μοίρα του.
Μα τούτη τη φορά στάθηκα, όπως ποτέ άλλοτε, στα στρατιωτάκια. Και, μέσα από την αθώα, παιδιάστικη περηφάνια τους είδα να αναδύεται προφητικά η νεο-αυτοκρατορική αλαζονεία της σημερινής Ρωσίας. Μιας Ρωσίας που ενώ, θεωρητικά, πολεμά τον ναζισμό, στην πράξη υιοθετεί τον κυνικό αμοραλισμό του και επιδεικνύει την ρατσιστική υπεροψία του. Και, μιας Ρωσίας που ο στρατός της βομβαρδίζει μαιευτήρια, σκοτώνοντας ακόμα και μωρά που ήταν έτοιμα – μα δεν πρόλαβαν – να γεννηθούν. Όπως εκείνο το τραγικό μωρό που σκοτώθηκε στη Μαριούπολη μαζί με την ετοιμόγεννη μάνα του.
Εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά στη ζωή μου βίωσα ένα αίσθημα αποστροφής για τη μουσική του Τσαϊκόφσκι. Και μάλιστα, για το έργο του που θαυμάζω περισσότερο! Με μία κίνηση σχεδόν ενστικτώδη, πάτησα το stop και έβγαλα τον δίσκο DVD από τη συσκευή.
Και τότε, ενσυναίσθητα κατανόησα εκείνο που ως χθες μου φαινόταν παράλογο: την άρνηση των ανθρώπων στο Ισραήλ να αποδεχθούν τις δημόσιες εκτελέσεις των έργων του Βάγκνερ. Αυτό δεν έχει να κάνει με τον ίδιο τον Βάγκνερ, η ευθύνη δεν τον βαρύνει προσωπικά. Τα έργα του είναι βαθιά ανθρώπινα και, πριν την άνοδο των ναζί στην εξουσία, τύγχαναν μεγάλης αποδοχής τόσο από τους Εβραίους μουσικούς, όσο και από το μουσικόφιλο εβραϊκό κοινό. Όσο για τον περιβόητο «αντισημιτισμό» του Βάγκνερ, εκφρασμένο κυρίως σε ένα γελοίο δοκίμιο («Το Ιουδαϊκό στοιχείο στη Μουσική») που ελάχιστη επίδραση είχε στην εποχή του, δεν ήταν παρά μία συμπλεγματική αντίδραση του συνθέτη στην «εύκολη» – όπως πίστευε ο Βάγκνερ – επιτυχία Εβραίων συνθετών όπως ο Μέντελσον και ο Μάγιερμπερ.
Αυτό που καταδίκασε, ηθικά, τον Βάγκνερ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η ατυχία του να αποτελέσει, ως μουσικοσυνθέτης, το αντικείμενο λατρείας ενός παρανοϊκού δικτάτορα, ο οποίος είδε στον Βάγκνερ τον ιδανικό εκφραστή της «γερμανικότητας» στην Τέχνη. (Ο Χίτλερ προφανώς αγνοούσε ότι οι στενότεροι συνεργάτες του Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ κατά το ανέβασμα του «Πάρσιφαλ» – αγαπημένης όπερας του Φύρερ – ήταν εβραϊκής καταγωγής! Σημαντικότερος όλων ο μαέστρος Χέρμαν Λεβί, γιος ενός ραβίνου.)
Στη συνείδηση, όμως, ενός ανθρώπου που γνώρισε τη φρίκη του Ολοκαυτώματος ή άκουσε κάποιους προγόνους του να μιλούν γι' αυτό, η μουσική του Βάγκνερ είναι συνυφασμένη με τη μορφή του Χίτλερ και, με κάποιον μεταφυσικό τρόπο, της «αναλογεί» ένα μερίδιο ευθύνης και μία δόση ενοχής για τα εγκλήματα του δικτάτορα! Η ίδια μοίρα θα επιφυλασσόταν, λ.χ., στον Μότσαρτ αν εκείνου η μουσική τύχαινε να είχε γοητεύσει στον ίδιο βαθμό το ναζιστικό τέρας.
Κατανοώ, λοιπόν, τους καθαρά ψυχολογικούς λόγους για τους οποίους η μουσική του Βάγκνερ δεν παίζεται δημόσια στο Ισραήλ, έστω και αν ο ίδιος ο Βάγκνερ ελάχιστα έως καθόλου ευθύνεται γι' αυτό τον αποκλεισμό του. Μπήκα στη θέση των Ισραηλινών όταν κινήθηκα αυθόρμητα να σταματήσω το DVD που έπαιζε την Ντάμα Πίκα του αγαπημένου μου Τσαϊκόφσκι – λίγο προτού ο μοιραίος Χέρμαν εκμυστηρευτεί στον Τόμσκι τον απελπισμένο έρωτά του για τη Λίζα – τη στιγμή που οι ρωσικές βόμβες έσπερναν τον θάνατο σε αμάχους στην Ουκρανία.
Το τραγικό της υπόθεσης είναι πως στην πραγματική ζωή, αντίθετα με την όπερα, δεν υπάρχουν παιδιά που παίζουν τους στρατιώτες αλλά στρατιώτες που σκοτώνουν ακόμα και παιδιά. Και είναι σκληρή μα αυτονόητη αλήθεια πως ο πόλεμος δεν σταματά με το απλό πάτημα ενός κουμπιού σε μία συσκευή DVD...
Καλή τύχη στην Ουκρανία. Κι αν ακόμα (πράγμα που απευχόμαστε) ο επιχειρούμενος αφανισμός της επιτευχθεί, θα είναι μόνο μία παράπλευρη απώλεια σε έναν πόλεμο με μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο στόχο: την καταστροφή της Δύσης (και, μαζί, την διάλυση της Ενωμένης Ευρώπης) από ένα αναδυόμενο νέο «Ράιχ». Μιας Ευρώπης που σε κάθε μέρος της μπορούν σήμερα να συνηχούν αρμονικά ο Βάγκνερ με τον Τσαϊκόφσκι, και κανένας δίσκος δεν θέλει να σταματά να παίζει προτού τελειώσει η μουσική...
Ιστορική σημείωση:
Δεν ξεχνούμε και το προμελετημένο σταλινικό έγκλημα του λιμού του 1932-33, όπου περί τα 4 εκατομμύρια κατοίκων της Σοβιετικής Ουκρανίας πέθαναν κυριολεκτικά από την πείνα (ή τις εκτελέσεις, για όσους πιάνονταν να κρύβουν έστω και λίγο στάρι για να επιβιώσουν). Και είναι ιστορικά αληθές ότι οι Ουκρανοί υποδέχθηκαν αρχικά τους ναζί σαν "ελευθερωτές" από την τυραννία και την δολοφονική μανία του Στάλιν. Σύντομα όμως συνειδητοποίησαν ότι το μόνο που είχε αλλάξει ήταν το όνομα του δολοφόνου... (Διαβάστε σχετικά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου