Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Θα ήταν φιλελεύθερο μέτρο ο περιορισμός των ηλικιωμένων;


Διάχυτη ήταν την περασμένη εβδομάδα η εντύπωση ότι η κυβέρνηση λάμβανε εισηγήσεις για εξαίρεση των «ηλικιωμένων» (κατά πληροφορίες, ως τέτοιοι ορίζονταν οι άνω των 65 χρόνων) από την χαλάρωση των μέτρων περιορισμού για τον COVID-19. Δεν είμαστε, φυσικά, σε θέση να αξιολογήσουμε τις εισηγήσεις αυτές από επιδημιολογική άποψη, καθώς δεν διαθέτουμε τις απαραίτητες γνώσεις. Μπορούμε, όμως, να σχολιάσουμε τις ιδεολογικές και πολιτικές διαστάσεις που θα είχε η υιοθέτησή τους από την πολιτεία, στην περίπτωση που η τελευταία είχε πειστεί να τις εφαρμόσει.

Με τον τρόπο, τουλάχιστον, που το ζήτημα είχε τεθεί δημοσίως, τα μέτρα (συνεχιζόμενου ή και διευρυμένου) περιορισμού των ηλικιωμένων δεν θα αφορούσαν την προστασία της υπόλοιπης κοινωνίας από τους ηλικιωμένους αλλά την προστασία των ίδιων των ηλικιωμένων, οι οποίοι ανήκουν στις λεγόμενες «ευπαθείς ομάδες» του πληθυσμού. Όπως διατυπώθηκε με σχεδόν ποιητικό τρόπο, οι άνθρωποι αυτοί «θα αργούσαν να αγκαλιάσουν τα εγγόνια τους για τη δική τους ασφάλεια και το δικό τους καλό».

Εδώ προκύπτουν, καταρχάς, μερικά ερωτήματα πρακτικής φύσης:

1. Με ποιους τρόπους θα μπορούσε η πολιτεία να ελέγχει την συμμόρφωση των ηλικιωμένων με τα νέα μέτρα επιλεκτικού περιορισμού; Θα σταματούσε, π.χ., στους δρόμους η αστυνομία πεζούς και οδηγούς που «έδειχναν ηλικιωμένοι» για να κάνει έλεγχο του έτους γέννησης στις ταυτότητες; Και, τι ποινικές συνέπειες θα επέφερε η άρνηση κάποιων ηλικιωμένων να «αυτο-προστατευτούν»; Θα πλήρωναν απλό πρόστιμο ή θα σύρονταν και στα δικαστήρια;

2. Σε ουκ ολίγες περιπτώσεις οι ηλικιωμένοι ζουν μαζί με τα (ή διαμένουν κοντά στα) εγγόνια τους, τα οποία, λόγω της αυξημένης κινητικότητας των παιδιών, αποτελούν κατ’ εξοχήν δυνητικούς μεταδότες του ιού. Με ποιον τρόπο τα νέα μέτρα περιορισμού θα διασφάλιζαν την προστασία των ηλικιωμένων από πιθανή μετάδοση σε αυτούς; Θα απαγορευόταν δια νόμου η επαφή τους με τα παιδιά εντός της ίδιας της οικίας τους;

Όμως, το ζήτημα θα μπορούσε να λάβει σοβαρές διαστάσεις και από τη σκοπιά της ιδεολογικής και πολιτικής συνέπειας. Το παρόν σύστημα διακυβέρνησης ήρθε στην εξουσία κρατώντας τη σημαία του φιλελευθερισμού. Ερώτηση: Θα ήταν ο εκ μέρους της πολιτείας επιβαλλόμενος περιορισμός των ηλικιωμένων, με σκοπό τη δική τους προστασία, συμβατός με τις αρχές του φιλελευθερισμού; Αν όχι, τυχόν εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα αναδείκνυε την «αλά καρτ» υιοθέτηση μιας ιδεολογίας από το σύστημα εξουσίας, η πίστη στην οποία ιδεολογία θα έπρεπε, εν τούτοις, να αναδεικνύεται σε κάθε περίπτωση. Ιδιαίτερα μάλιστα υπό τις δυσχερέστερες των περιστάσεων…

Ζητώντας απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα, ανατρέχουμε σε ένα εξαιρετικό σύγγραμμα αναφοράς, το βιβλίο «Φιλελευθερισμός» του Αριστείδη Χατζή. Κι εκεί διαβάζουμε μία θεμελιώδη θέση αρχής («αρχή της βλάβης») όπως την διατύπωσε ο εκ των πατέρων του Φιλελευθερισμού, John Stuart Mill (1806–1873) στο σύγγραμμά του «Περί ελευθερίας»:

«Ο μοναδικός σκοπός χάριν του οποίου νομιμοποιείται το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου παρά τη θέληση του τελευταίου, είναι για να αποτρέψει τη βλάβη σε άλλα άτομα. Δεν νομιμοποιείται όμως το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου για το ‘δικό του καλό’ (σωματικό ή ηθικό). Δεν δικαιούται να το υποχρεώσει να κάνει ή να μην κάνει κάτι διότι υποτίθεται πως έτσι θα είναι καλύτερα γι’ αυτό (…). Το άτομο είναι κυρίαρχο πάνω στον εαυτό του, πάνω στο σώμα του και στο μυαλό του.»

Όταν, λοιπόν, ένα σύστημα εξουσίας διατείνεται ότι επιβάλλει μέτρα προστασίας σε μία κοινωνική ομάδα «για το δικό της καλό», παύει εκ των πραγμάτων να ονομάζεται φιλελεύθερο. Εκτός αν παραδεχθεί ανοιχτά ότι το επικαλούμενο «καλό» της ομάδας δεν είναι παρά σχήμα λόγου, του οποίου η χρήση γίνεται προσχηματικά με σκοπό να αποκρυβούν αδυναμίες του ίδιου του συστήματος.

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ ότι τα μέτρα γενικού περιορισμού του πληθυσμού που προηγήθηκαν (σε αυτά περιλαμβάνεται και αυτό της αυστηρής καραντίνας σε κάποιες περιπτώσεις) δεν αντίκεινται προς τις αρχές του φιλελευθερισμού, αφού οι υφιστάμενοι τον περιορισμό (όλοι εμείς, δηλαδή) δεν ήταν μόνο υποψήφια θύματα αλλά και υποψήφιοι μεταδότες της νόσου. Για να το θέσουμε απλά, δεν κλείστηκαν μέσα «για το καλό τους» και μόνο αλλά και για να μη βλάψουν άλλους. Η παρούσα συζήτηση αφορά αποκλειστικά τον επιλεκτικό περιορισμό των ηλικιωμένων (καθώς και άλλων ευπαθών ομάδων) για δική τους και μόνο προστασία.

Πριν λίγες μέρες αποπειράθηκα να θέσω το εξής – όχι ρητορικό – ερώτημα σε γνωστό μέσο κοινωνικής δικτύωσης:

Έχει δικαίωμα ένα σύστημα εξουσίας να περιορίζει την ελευθερία κάποιου «για το καλό του»; Και αν ναι, δικαιούται το σύστημα αυτό να δηλώνει φιλελεύθερο;

Από χρήστη του μέσου έλαβα την εξής απάντηση:

«Το ίδιο δικαίωμα που έχει, για παράδειγμα, να επιβάλλει τη χρήση ζώνης ασφαλείας και κράνους. Είναι υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για τη ζωή των πολιτών.»

Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος προφανώς προσπεράστηκε ως μη έχον σημασία, πράγμα αναμενόμενο υπό συνθήκες ακραίας υγειονομικής κρίσης όπου το αποτέλεσμα της αντιμετώπισης φέρει απείρως μεγαλύτερο βάρος από την ιδεολογική συνέπειά της. Εν τούτοις, το ζήτημα είναι δυνατό να προκαλέσει αμηχανία στους θεωρητικούς του Φιλελευθερισμού: Έχει ή όχι το κράτος την υποχρέωση να παρέμβει όταν ένας πολίτης δρα με τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει την υγεία του ή να απειλήσει τη ζωή του;

Ο Α. Χατζής αφιερώνει ιδιαίτερη συζήτηση σε αυτό που ονομάζει κρατικό «πατερναλισμό». Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα όπου αναλύεται και καταρρίπτεται ένα σαθρό, κατά τον συγγραφέα, αντι-φιλελεύθερο επιχείρημα:

«Πολλοί ισχυρίζονται ότι το κράτος δικαιολογείται να είναι πατερναλιστικό γιατί εκπροσωπεί την κοινωνία που έχει συμφέρον στην προστασία των μελών της, ακόμα κι αν αυτά δεν την αποδέχονται. Μεταξύ των άλλων, διότι, όταν τα μέλη της θα υποστούν τις συνέπειες λανθασμένων επιλογών, η κοινωνία θα κληθεί να τους προσφέρει ένα δίχτυ ασφαλείας, αφού δεν μπορεί να τα εγκαταλείψει στις συνέπειες των καταστροφικών επιλογών τους.»

Και συνεχίζει:

«Αν δεν φοράς ζώνη ασφαλείας, θα πρέπει να σε περιθάλψει ένα δημόσιο νοσοκομείο αν εμπλακείς σε ατύχημα και τραυματιστείς. (…) Όμως, αν αυτό είναι ένα κριτήριο το οποίο θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη, τότε οπωσδήποτε θα πρέπει να απαγορεύσουμε ολοκληρωτικά το κάπνισμα. Διότι το κοινωνικό κόστος είναι τεράστιο σε ανθρώπινες ζωές αλλά και για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αν το καλοσκεφτούμε, θα πρέπει να απαγορεύσουμε επίσης το αλκοόλ, το κόκκινο κρέας, τις τηγανητές πατάτες και τα γλυκά.»

Και καταλήγει:

«Ο φιλελεύθερος δεν αρνείται ότι η ελευθερία έχει κόστος, αλλά τη θεωρεί τόσο συνυφασμένη με την προσωπικότητα του ανθρώπου, τόσο πολύτιμη, που είναι έτοιμος να αναλάβει αυτό το κόστος. Όχι όμως μόνο γιατί το όφελος από την ελευθερία είναι σχεδόν πάντα πολύ μεγαλύτερο από το κόστος, αλλά κυρίως γιατί η ελευθερία έχει μια αυτόνομη αξία.»

Γυρνώντας στο αρχικό μας θέμα, θα πρέπει να τονίσουμε και πάλι ότι σκοπός αυτού του σημειώματος δεν είναι να κρίνει κατά πόσον ένας επιβαλλόμενος από την πολιτεία περιορισμός στην ελευθερία μετακίνησης των ηλικιωμένων θα μπορούσε να είχε αποδειχθεί ευεργετικός για τη ζωή και την υγεία τους, αλλά να εξετάσει σε καθαρά θεωρητική βάση αν μία τέτοια περιοριστική πολιτική, με τον τρόπο που αυτή αιτιολογήθηκε, θα ήταν σύμφωνη με τις αρχές του ακραιφνούς φιλελευθερισμού, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί το δηλωμένο ιδεολογικό στίγμα της παρούσας κυβέρνησης.

Και θεωρούμε ότι θα ήταν τεράστια ηθική – και, εν τέλει, πολιτική – ήττα για οποιαδήποτε κυβέρνηση να βγει να δηλώσει ότι οι ιδεολογίες καταργούνται στην πράξη κάτω από κρίσιμες περιστάσεις. Τουναντίον, είναι αυτές ακριβώς οι περιστάσεις που δοκιμάζουν τις αντοχές των ιδεολογιών και τις κάνουν να ξεχωρίζουν από μεγάλα λόγια εκ του ασφαλούς ειπωμένα!

Όμως, πέρα από τις όποιες φιλοσοφικές αναλύσεις, η δύση της ζωής είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και κάθε σύστημα εξουσίας, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσανατολισμού, οφείλει να την αντιμετωπίζει με σεβασμό και ευαισθησία. Ακόμα περισσότερο όταν την – λίγη ή πολλή – ζωή που απομένει έρχεται ξαφνικά να απειλήσει κάτι που ως λίγο πριν φαινόταν προνόμιο: η ελευθερία. Όση, έστω, η αμείλικτη Φύση επιτρέπει να υπάρχει ακόμα…

(Στη μνήμη της Ιφιγένειας Χ., που δεν πρόλαβε να ζήσει τη φρίκη…)

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

ΤΟ ΒΗΜΑ - Το «σύνδρομο Μπεν-Χουρ», παλιό και νέο


Μία πρόσφατη επίσκεψη στο φαρμακείο της γειτονιάς μού έφερε στο νου ένα παλιότερο κείμενο [1] στο «Βήμα». Το κείμενο εκείνο αναφερόταν, συμβολικά, σε ένα «σύνδρομο Μπεν-Χουρ» για να περιγράψει την πολιτική εργαλειοποίηση του μίσους. Ήταν το μίσος (και το πάθος για εκδίκηση) εκείνο που κράτησε τον Ben-Hur στη ζωή. Και είναι το μίσος για τον πολιτικό αντίπαλο που, συχνά, ενσπείρουν κάποια κόμματα στον λαό για να εξασφαλίσουν την πολιτική τους επιβίωση...

Ξαναθυμήθηκα, λοιπόν, το «σύνδρομο» και την υπέροχη ταινία στην οποία αυτό παραπέμπει, όμως τούτη τη φορά για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Όσοι γνωρίζουν το φιλμ θα θυμούνται μία τρομακτική σκηνή: Η μητέρα και η αδελφή του κεντρικού ήρωα βρίσκονται κλειδωμένες μέσα σε ένα σκοτεινό κελί, στο υπόγειο κάποιας ρωμαϊκής φυλακής. Υποφέρουν και οι δύο από την νόσο του Χάνσεν (είναι λεπρές). Το κελί είναι ερμητικά κλειστό, και το μόνο που συνδέει το εσωτερικό του με τον έξω χώρο είναι ένα μικροσκοπικό πορτάκι. Μία φορά τη μέρα ένας φρουρός το ανοίγει για λίγο για να περάσει στις δύο γυναίκες ένα πιάτο φαγητό, ίσα να μην πεθάνουν της πείνας.

Ήρθα για μία στιγμή στη θέση των δύο λεπρών (τηρουμένων, φυσικά, των αναλογιών ανάμεσα σε περιπτώσεις μη-συγκρίσιμου μεγέθους!) καθώς έφτασα στο φαρμακείο και βρήκα την πόρτα κλειδωμένη. Η πόρτα – μάλλον πρόσφατης κατασκευής – ήταν βαριά και έδινε γενικά την εικόνα της ισχυρής θωράκισης. Όπως με αυστηρά νεύματα καθιστούσαν γνωστό οι φαρμακοποιοί, η επικοινωνία με τον πελάτη θα έπρεπε να γίνει μέσα από ένα μικροσκοπικό στρογγυλό φινιστρίνι που άνοιγε ίσα για να περάσει μία συνταγή ή μια συσκευασία φαρμάκου. Τούτη τη φορά οι δυνητικά «λεπροί» δεν βρίσκονταν μέσα αλλά έξω από τη «φυλακή»...

Κανείς, φυσικά, δεν μπορεί να ψέξει στο ελάχιστο τις πάντα ευγενέστατες φαρμακοποιούς της γειτονιάς μου, οι οποίες απλά ακολούθησαν τις οδηγίες αυτοπροστασίας που είχαν λάβει από τους αρμόδιους φορείς για την φονική επιδημία της εποχής. Το σημείωμα δεν σχολιάζει επαγγελματικές πρακτικές αλλά απλά καταγράφει, ίσως με μία δόση μελαγχολικού σαρκασμού, τα σημεία των καιρών. Ένας νέος και ανίκητος, ακόμα, ιός όρισε ξαφνικά μία καινούργια κοινότητα «λεπρών», της οποίας έχουμε όλοι γίνει εν δυνάμει μέλη.

Έτσι, φτάσαμε να αντιμετωπίζουμε την εγγύτητα ως απειλή κατά της ζωής, υποκαθιστώντας την φυσική επαφή με τις επικοινωνιακές δυνατότητες που παρέχει ένα ηλεκτρονικό λειτουργικό σύστημα. Και διαπιστώσαμε (χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη, αφού τα κοινωνικά δίκτυα μας είχαν προ πολλού προϊδεάσει και προετοιμάσει) ότι το «από μακριά κι αγαπημένοι» είναι η χρυσή συνταγή για τη δημιουργία και τη διατήρηση φιλίας ανάμεσα σε άτομα με, κατά τα άλλα, πολύ διαφορετικά πρωτογενή χαρακτηριστικά προσωπικότητας.

Ορατός είναι τώρα ο κίνδυνος το νέο αυτό «σύνδρομο Μπεν-Χουρ», υπό τις θεσμικά κατοχυρωμένες, μάλιστα, ευλογίες της ίδιας της πολιτείας σε κάθε χώρα, να οδηγήσει και σε ένα είδος κοινωνικού διαχωρισμού (θα αποφύγω την ακραία λέξη «ρατσισμός») εις βάρος εκείνων που με γενικό (και μάλλον ασαφή) τρόπο αναφέρονται ως «ευπαθείς ομάδες». Αν, για παράδειγμα, μία πολιτεία θεσπίσει περιοριστικά μέτρα που αφορούν αποκλειστικά και μόνο τους «ηλικιωμένους», πώς ακριβώς θα προσδιοριστεί αυτή τούτη η έννοια του «ηλικιωμένου»;

Ο θείος μου ο Νικήτας (έχω αναφερθεί σε αυτόν σε παλιότερα κείμενα στο «Βήμα», αφού υπήρξε ίσως ο φανατικότερος αναγνώστης στην ιστορία αυτής της εφημερίδας!) έφυγε στα 94 χρόνια του. Μέχρι λίγο πριν το τέλος ήταν αρκετά υγιής, βάδιζε χιλιόμετρα καθημερινά σαν άσκηση (και μάλιστα πιο γρήγορα απ’ όσο θα μπορούσα να τον φτάσω!) και ήταν χρήσιμος – με όλη τη σημασία της λέξης – σε παιδιά, ανίψια και εγγόνια. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι να τον έριξε πολλές φορές στο κρεβάτι μία γρίπη, ενώ το απλό κρυολόγημα το περνούσε πάντα «στο πόδι». Αν υποτεθεί, λοιπόν, ότι ζούσε σήμερα κι ότι ερχόταν η πολιτεία να του ανακοινώσει επίσημα ότι «είναι πολύ γέρος» για να κυκλοφορεί στους δρόμους, θα ήταν σαν η ίδια αυτή πολιτεία να υπέγραφε την θανατική καταδίκη του. Ας σκεφτούμε τώρα ότι, σύμφωνα με όσα ακούγονται, αυτό το «πολύ γέρος» θα αφορά ίσως ακόμα και άτομα που, από άποψη ηλικίας, θα μπορούσαν να είναι παιδιά του...

Όμως, εκτός από τους «ηλικιωμένους», στις ευπαθείς ομάδες λογίζονται και τα άτομα με υποκείμενα χρόνια νοσήματα. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι, απαραίτητα, απόμαχοι της ζωής. Πολλοί εργάζονται κανονικά και, γενικά, ζουν φυσιολογικές ζωές, εφαρμόζοντας απλά κάποια αναγκαία περιοριστικά μέτρα στην καθημερινότητά τους ή ακολουθώντας κατάλληλες θεραπευτικές αγωγές. Ερώτηση: Υπάρχει θεσμικά δόκιμος και – κυρίως – ηθικά αποδεκτός τρόπος να διαχωριστούν de jure από το υπόλοιπο σώμα της κοινωνίας σε ό,τι αφορά στοιχειώδη δικαιώματα, όπως η ελευθερία μετακίνησης και η δυνατότητα πρόσβασης στην εργασία; Πώς θα διασφαλιστεί στην περίπτωση αυτή το ιατρικό απόρρητο (ερώτημα μάλλον ρητορικό); Και, έχει άραγε υπολογιστεί το ψυχικό κόστος που θα επιφέρει αυτό το ιδιότυπο, και με επίσημη σφραγίδα προσδιοριστικό, «στίγμα» του νοσούντος, όταν μάλιστα η σύγχρονη ιατρική δεν παύει να τονίζει την σπουδαιότητα της θετικής αυτοεικόνας και της εν γένει αισιόδοξης στάσης ζωής ως ακέραιου μέρους μίας θεραπείας;

Ελπίδα όλων είναι, φυσικά, το νέο «σύνδρομο Μπεν-Χουρ» να μην μακροημερεύσει και σύντομα να ξαναγυρίσει η κανονικότητα στην κοινωνική ζωή. Το θλιβερό είναι ότι το παλιότερο (και, δυστυχώς, διαχρονικό στον τόπο μας) ομώνυμο «σύνδρομο» – εκείνο, δηλαδή, που χρησιμοποιεί το μίσος ως μέσο άσκησης πολιτικής – φαίνεται ότι καλά κρατεί. Γιατί, μετρώντας χαιρέκακα αριθμούς νεκρών, κάποια παραπολιτικά όργανα γκεμπελικής κοπής βγήκαν πρόσφατα στο προσκήνιο εξακοντίζοντας απειλές του τύπου «θα λογαριαστούμε», ή επιχειρώντας να σπιλώσουν την υπόληψη καταξιωμένων επιστημόνων που μάχονται νυχθημερόν για να περιορίσουν τις επιπτώσεις της θανατηφόρου επιδημίας. Αλλά, και οι εξ επισήμων πολιτικών χειλέων ακουόμενες αναγγελίες «θα λογοδοτήσουν», οι οποίες τεχνηέντως υπεμφαίνουν πολιτική ενοχή, ελάχιστα συντελούν στο κλίμα σύμπνοιας που οι παρούσες δύσκολες περιστάσεις επιβάλλουν.

Η εντύπωση που τελικά μένει είναι ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – παλιό και νέο – ο Μπεν-Χουρ έχει αγαπήσει τόσο αυτή τη χώρα ώστε αρνείται να την εγκαταλείψει. Και τρομάζουμε τώρα στη σκέψη ότι αυτός μπορεί να είναι και ο μόνος «τουρίστας» που θα μας έχει απομείνει για φέτος! Όμως, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να σκεφτόμαστε θετικά. Μήπως κι αντέξουμε έτσι καλύτερα αυτό που μοιάζει με κακό όνειρο – μα δεν είναι...

[1] https://www.tovima.gr/2016/06/01/opinions/to-syndromo-mpen-xoyr-kai-to-politiko-systima/

ΤΟ ΒΗΜΑ