Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ - Χειρότερα δεν γίνεται: Όταν η τηλεόραση χάνει το μέτρο...


Το περιστατικό μού το μετέφερε αναγνώστρια, με την παράκληση να το δημοσιοποιήσω. Όχι για να εκτεθούν πρόσωπα (αυτό δεν ενδιαφέρει είτε εκείνη, είτε τον γράφοντα) αλλά για να εκτεθεί η ευκολία με την οποία ο δημόσιος λόγος – ιδιαίτερα ο εκφερόμενος από πανίσχυρα δημοσιογραφικά μικρόφωνα – χάνει κάποιες φορές το μέτρο. Και ελαφρά τη καρδία γίνεται εισαγγελικός κατασκευάζοντας «ενόχους» και «θύματα», ακόμα και με βάση παρωχημένες αντιλήψεις που έχουν προ πολλού χρεοκοπήσει στη συνείδηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας.

Αποτέλεσμα είναι να θίγονται αδιακρίτως ανθρώπινες υπολήψεις και να πληγώνονται άνθρωποι που βιώνουν δύσκολες καταστάσεις στον προσωπικό και οικογενειακό τους χώρο. Ακόμα περισσότερο αν οι καταστάσεις αυτές αφορούν αγαπημένα πρόσωπα που διανύουν το τελευταίο στάδιο της ζωής τους...

Πριν απ’ όλα, το θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω μερικά στοιχεία για την αναγνώστρια στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω. Η μητέρα της είναι τώρα στα ενενήντα. Εδώ και κάπου πέντε χρόνια παρουσίασε κινητικά προβλήματα στα κάτω άκρα, με αποτέλεσμα να της είναι αδύνατο να κυκλοφορεί χωρίς βοήθεια ακόμα και μέσα στο σπίτι. Η αναγνώστρια αναγκάστηκε να καταφύγει στη γνωστή λύση της μόνιμης οικιακής βοηθού – και, για να μην κρυβόμαστε, μιας αλλοδαπής βοηθού, αφού αυτή είναι πλέον η μόνη επιλογή που υφίσταται...

Από το σπίτι της μητέρας της παρέλασαν πολλές γυναίκες. Κάποιες έδειξαν καλά στοιχεία στην αρχή. Κατάφεραν έτσι να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της ηλικιωμένης. Κάτι περισσότερο: της έγιναν απαραίτητες, κάνοντάς την να εξαρτηθεί απόλυτα από την παρουσία τους. Και ξαφνικά, ως κεραυνό εν αιθρία ανήγγειλαν την αποχώρησή τους, συνήθως «για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους πίσω στην πατρίδα». Η αλήθεια ήταν ότι είχαν μαζέψει τα χρήματα που εξαρχής γνώριζαν ότι χρειάζονταν, και δεν είχαν εκείνη τη στιγμή την ανάγκη να εργαστούν περισσότερο. Αποτέλεσμα αυτής της απρόοπτης εξέλιξης ήταν η ηλικιωμένη να βιώνει αισθήματα ανασφάλειας («ποια θα έρθει τώρα; θα είναι το ίδιο καλή;») και να πέφτει σε κατάθλιψη...

Υπήρξαν και κάποιες που αποδείχθηκαν επικίνδυνα υποκοσμικά στοιχεία. Όπως μαθεύτηκε αργότερα, μία από αυτές «έμπαζε» τις νύχτες στο σπίτι της ηλικιωμένης ένα άτομο που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, εκτελούσε χρέη προαγωγού της σε «δραστηριότητες» (κατ’ ανάγκη κοντά στο σπίτι) κατά τις συχνές – και αδικαιολόγητα παρατεταμένες – εξόδους της «για ψώνια»!

Όμως, κάποια στιγμή το πρόβλημα έπαψε να περιορίζεται στον χαρακτήρα των οικιακών βοηθών. Η υπέργηρη γυναίκα άρχισε να χρειάζεται συνεχή ιατρική παρακολούθηση και επίβλεψη από επαγγελματικό νοσηλευτικό προσωπικό. Η κόρη της βρέθηκε έτσι στην ανάγκη να εξετάσει τη λύση μίας μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων. Ήταν μια εκδοχή που ως τότε δεν μπορούσε καν να σκεφτεί. Και ήταν η ίδια η μητέρα της, τελικά, που με πνεύμα ρεαλισμού και αίσθημα αποδοχής την βοήθησε να πάρει την δύσκολη απόφαση.

Το ευτύχημα ήταν ότι η ηλικιωμένη γυναίκα είχε μία σύνταξη που της επέτρεψε να εξασφαλίσει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες διαβίωσης στην αξιοπρεπέστατη μονάδα. Και ευτύχημα επίσης ήταν το ότι προσαρμόστηκε σχετικά γρήγορα στα νέα δεδομένα της ζωής της.

Τα πράγματα δεν ήταν, εν τούτοις, το ίδιο ανώδυνα για την κόρη της, η οποία, και υπό το βάρος κοινωνικών στερεοτύπων που εξακολουθούν ως σήμερα να συνθέτουν συστήματα «ηθικής», άρχισε να βιώνει τυραννικά αισθήματα ενοχής απέναντι στη μητέρα της. Μάλιστα, εν είδει (συνειδητής ή όχι) «αυτοτιμωρίας», έφτασε στο σημείο να αρνείται κάθε χαρά της ζωής και να ζει κλεισμένη στο σπίτι σαν ερημίτισσα, επιτρέποντας στον εαυτό της ως μόνες εξόδους τις τακτικές επισκέψεις στη μονάδα.

Θα μπορούσα να πω ότι, κατά μία έννοια, η κόρη εγκλείστηκε αυτόβουλα στον κόσμο της μητέρας της ζώντας τη ζωή εκείνης – ή, τουλάχιστον, αυτό που η ίδια πρόβαλλε στη συνείδησή της ως ζωή της μητέρας της, των αναλογιών μη τηρουμένων!

Και φτάνω στον λόγο ύπαρξης αυτού του σημειώματος. Η αναγνώστρια είχε την ατυχία να έχει ανοιχτή την τηλεόραση την Κυριακή 23/6, χαζεύοντας μία εκπομπή την οποία δεν θεωρώ σκόπιμο να κατονομάσω. Κι εκεί άκουσε κάποια στιγμή την βασική παρουσιάστρια να λέει το εξής (όπως μου το μετέφερε η ίδια η αναγνώστρια, της οποίας την περιγραφή έχω κάθε λόγο να θεωρώ απόλυτα πιστή):

«Εγώ ξέρω ότι σε οίκο ευγηρίας πάνε ηλικιωμένοι που τους έχουν πετάξει τα παιδιά τους!»

Η παρουσιάστρια της εκπομπής είναι έμπειρη στον τηλεοπτικό χώρο, δεν είναι καινούργια στο επάγγελμα. Θα ανέμενε κανείς, λοιπόν, να ζυγίζει περισσότερο προσεκτικά και με μεγαλύτερη υπευθυνότητα τα λόγια της όταν αυτά θίγουν ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα. Ειδικά, μάλιστα, αν τα τελευταία αφορούν την ίδια την ανθρώπινη συνείδηση. Εκτός, φυσικά, αν υποθέσουμε ότι θεωρεί τους τηλεθεατές στο σύνολό τους ως ανάλγητους αμοραλιστές που έχουν ανάγκη από κάποιο μαζικό ηθικό ταρακούνημα! Αυτό, όμως, είναι μάλλον δύσκολο να το πιστέψω...

Μία άκριτη δημόσια τοποθέτηση όπως η παραπάνω είναι τόσο προσβλητική, όσο και επικίνδυνη. Εξηγούμαι:

Κατά πρώτον, προσβάλλει βάναυσα στο σύνολό τους εκείνους τους συνανθρώπους μας που, όπως η αναγνώστρια, βρίσκονται στην ανάγκη να υπερβούν κοινωνικά ταμπού – αλλά και να υπερνικήσουν προσωπικές προκαταλήψεις κι ενοχές – προκειμένου να εξασφαλίσουν στους αγαπημένους τους ηλικιωμένους την μέριμνα που μόνο ένα ειδικευμένο προσωπικό μπορεί να προσφέρει. Άλλωστε, η «ηθικολογική» εκδοχή της τηλεπαρουσιάστριας σε ό,τι αφορά τις προθέσεις είναι, εν τέλει, άτοπη, αφού ο οίκος ευγηρίας συνιστά την λιγότερο συμφέρουσα λύση για τα ίδια τα παιδιά. Ο λόγος είναι απλός: η «σύνταξη της γιαγιάς και του παππού» εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τις ανάγκες της γιαγιάς και του παππού. Για τίποτ’ άλλο πλέον δεν περισσεύει...

Κατά δεύτερον, θα πρέπει κάποιος να ενημερώσει την έμπειρη τηλεπαρουσιάστρια (αν δεν το γνωρίζει ήδη) ότι οι ηλικιωμένοι, και ιδιαίτερα όσοι είναι καθηλωμένοι λόγω κινητικών προβλημάτων, βλέπουν πολλή τηλεόραση καθημερινά (είναι η μόνη ψυχαγωγία που τους έχει απομείνει). Αναλογίζεται, άραγε, η καλή κυρία τις ψυχολογικές συνέπειες που είναι πιθανό να έχει επιφέρει ο λόγος της σε άτομα που φιλοξενούνται σε οίκους ευγηρίας, στην περίπτωση που αυτά έτυχε να «πληροφορηθούν» ότι βρίσκονται «πεταμένα» εκεί από τα παιδιά τους; Ευτυχώς η μητέρα της αναγνώστριας παρακολουθούσε ειδήσεις σε κάποιο άλλο κανάλι την Κυριακή στις 23 του Ιούνη...

Χειρότερα δεν γίνεται, λοιπόν, για την τηλεόραση, όταν αυτή υπερβαίνει τα όρια της υπεύθυνης ενημέρωσης αναλαμβάνοντας ρόλο αυτόκλητου κοινωνικού εισαγγελέα. Νομίζω ότι το λιγότερο που οφείλει τώρα το κανάλι είναι μία δημόσια συγγνώμη προς όλους εκείνους που ευλόγως αισθάνθηκαν θιγμένοι – ακόμα και πληγωμένοι – από το μειωτικό σχόλιο που ακούστηκε στο πρόγραμμά του.

Όσο για την τηλεπαρουσιάστρια, τι να πούμε... Τελικά, μία δημοφιλής ξανθόμαλλη ανταγωνίστριά της αποδεικνύεται περισσότερο σοβαρή και με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση σε ό,τι αφορά ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα. Κι ας μην πλασάρει καν τον εαυτό της σαν «ποιοτική»...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ηθικά πλεονεκτήματα ή ηθικά μειονεκτήματα;

Παρά την εξ ανάγκης καταφυγή σε πρόωρες εκλογές, η λεγόμενη «ανανεωτική Αριστερά» πέτυχε κάτι εντυπωσιακό. Άσκησε απρόσκοπτα την εξουσία εν μέσω μνημονιακής λαίλαπας, έχοντας στο μεταξύ διαψεύσει τόσο τις ίδιες τις αριστερές αρχές (οι οποίες πάνω απ’ όλα καθιστούν την ευτέλεια του ακραίου λαϊκισμού ασύμβατη με το γενικότερο αριστερό ήθος) όσο και τις μεγαλόστομες διακηρύξεις και (ανεδαφικές, εν τέλει) υποσχέσεις με τις οποίες είχε αρχικά σαγηνεύσει την ελληνική κοινωνία.

Μία δημοφιλής ερμηνεία της ανεκτικότητας που επέδειξε η κοινωνία αυτή τα περισσότερα από τέσσερα χρόνια αριστερής διακυβέρνησης, κάνει αναφορά στο περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» το οποίο εξ ορισμού, υποτίθεται, φέρει ως αποκλειστικό προνόμιο η ελληνική Αριστερά. Μία ιδέα που η ίδια η Αριστερά προπαγάνδισε συστηματικά και διακίνησε αποτελεσματικά ώστε να εξασφαλίσει την κατά το δυνατόν καλόπιστη αντιμετώπισή της από τους πολίτες.

Η παραπάνω ιδέα σχετίζεται κατά κύριο λόγο με τα γεγονότα που συνέβησαν κατά την διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, καθώς και μετά από αυτόν. Αν, εν τούτοις, θέλουμε να είμαστε ακριβέστεροι, θα πρέπει να αναφερόμαστε όχι τόσο στο «ηθικό πλεονέκτημα» των ηττημένων του πολέμου, όσο στο «ηθικό μειονέκτημα» των νικητών. Είναι το δεύτερο που de facto στοιχειοθετεί το πρώτο! Και, για τις ανάγκες μίας ισόρροπης ανάλυσης, θα πρέπει εξίσου να εξετάσουμε και το ηθικό μειονέκτημα των ηττημένων. Αν μη τι άλλο, σε επίπεδο προθέσεων…

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε επίσημα το 1945. Για την Ελλάδα το τέλος ήρθε λίγο νωρίτερα – οι τελευταίοι Γερμανοί έφυγαν τον Οκτώβριο του 1944. Λίγο αργότερα ήρθαν τα «Δεκεμβριανά», προανάκρουσμα του φοβερού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε.

Ο Εμφύλιος, κατά τους ιστορικούς, τελείωσε το 1949 με νίκη των δυνάμεων του «αστικού» κοινοβουλευτικού συστήματος (της «Δεξιάς», όπως συνήθως λέγεται) και ήττα των κομμουνιστικών δυνάμεων (της «Αριστεράς», αν και ο όρος έχει σημαντικά διευρυνθεί εννοιολογικά και πολιτικά από τότε).

Αυτά λένε τα επίσημα ιστορικά συγγράμματα. Γιατί, η εμπειρία λέει άλλα: πως ο Εμφύλιος στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε ποτέ! Το αναλλοίωτο πολιτικό λεξιλόγιό του, το οποίο μένει ζωντανό σε πείσμα του χρόνου, το καταδεικνύει. Όπως και το άσβεστο μίσος που άφησαν ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές οι εμφυλιοπολεμικές παρατάξεις, οι αυτόκλητοι πολιτικοί κληρονόμοι των οποίων διεκδικούν – κάθε πλευρά για τον εαυτό της – το αποκλειστικό δικαίωμα στην επίκληση της «ηθικής ανωτερότητας».

Το να αναζητά κανείς ηθικά πλεονεκτήματα σε πολιτικούς χώρους που ενεπλάκησαν σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο (ακόμα περισσότερο, αν πρόκειται για εκείνον από τους αντιπάλους που φέρει και τη μεγαλύτερη ευθύνη για το ξεκίνημα της σφαγής) φαντάζει οξύμωρο. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το ερώτημα που θα έπρεπε να τίθεται είναι όχι αν η Δεξιά ή η Αριστερά δικαιούται να διεκδικεί το ηθικό πλεονέκτημα στη μετεμφυλιοπολεμική Ιστορία, αλλά σε ποια από τις δύο πλευρές θα πρέπει να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα! Γιατί, η ηθική ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα του δικού μας εμφυλίου. Ο οποίος ουσιαστικά δεν ξεκίνησε το 1946 – ούτε καν με τα «Δεκεμβριανά» – αλλά πολύ νωρίτερα, μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής…

Η τιμημένη Εθνική Αντίσταση, πάνω στην οποία αργότερα χτίστηκαν πολιτικές καριέρες – και χάριν της οποίας χορηγήθηκαν εθνικές συντάξεις – δεν ήταν πάντα μία πράξη αυθόρμητου πατριωτισμού και ανιδιοτελούς αυταπάρνησης. Ας δούμε τι γράφει (*) ο έγκριτος Βρετανός ιστορικός και καθηγητής νεοελληνικής Ιστορίας, Richard Clogg, στον οποίο μόνο μεροληψία ή ανθελληνικότητα δεν μπορεί να χρεωθεί:

«Στο τέλος του Ιουνίου 1941, λίγες μέρες μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα – της επίθεσης του Χίτλερ εναντίον της Ρωσίας – συνήλθε η 6η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για να καθορίσει τη γραμμή του κόμματος, τώρα που ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος είχε μετατραπεί σε μεγάλο πατριωτικό πόλεμο για την άμυνα της μητέρας Σοβιετικής Ρωσίας. Η 6η Ολομέλεια αποφάσισε ότι το ουσιαστικό καθήκον των Ελλήνων κομμουνιστών ήταν να οργανωθούν για την άμυνα της Σοβιετικής Ένωσης και για την αποτίναξη του ξένου φασιστικού ζυγού. Για να επιτύχει αυτός ο σκοπός, ο ελληνικός λαός κλήθηκε να προσχωρήσει στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), που δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941. (…) Η προετοιμασία για την κατάληψη της εξουσίας μετά τον πόλεμο ήταν ένας εξίσου σημαντικός στόχος για τους κομμουνιστές, όσο και η αντίσταση ενάντια στον κατακτητή.»

Στον Εμφύλιο διαπράχθηκαν απίστευτες θηριωδίες και από τις δύο πλευρές και καταλύθηκε κάθε έννοια δικαιοσύνης, δημοκρατικού ήθους και ανθρώπινου πολιτισμού. Όμως, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι τον πόλεμο αυτό ξεκίνησε μία παράταξη που στόχο είχε να παραδώσει τη χώρα στην πιο στυγνή μορφή ολοκληρωτισμού που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα πριν καν ακόμα γνωρίσει την εφιαλτική βαρβαρότητα του ναζισμού. Το ότι τελικά δεν το πέτυχε (πράγμα που ούτως ή άλλως είχαν προδικάσει οι προηγηθείσες μυστικές συνεννοήσεις Τσώρτσιλ – Στάλιν για τις «σφαίρες επιρροής» στα Βαλκάνια) δεν αντανακλά απλά και μόνο το ιστορικό αποτέλεσμα ενός πολέμου αλλά αποτέλεσε, συμβολικά και ουσιαστικά, την αφετηρία μίας εντυπωσιακής αναγέννησης της χώρας. Για το αν οδηγήθηκε, τελικά, σε αποτυχία η «αστική» δημοκρατία, ασφαλώς δεν ευθύνεται το ίδιο το πολίτευμα αλλά ο τρόπος που το διαχειρίστηκαν οι πάντες, λαός και εξουσία…

Ας πάμε τώρα στους νικητές του Εμφυλίου. Έχουν καταρχήν κατηγορηθεί πως η στρατηγική τους έφερε την «ξενοκρατία» των Άγγλων και, στη συνέχεια, των Αμερικανών. Αν και αυτό είναι αληθές, αν το δούμε ψυχρά θα διαπιστώσουμε ότι αποτέλεσε αναγκαίο κακό. Ήταν αδύνατο να κερδίσει τον πόλεμο από μόνος του ένας αποδεκατισμένος τακτικός στρατός μιας κατεστραμμένης χώρας, ενάντια σε έναν «μπαρουτοκαπνισμένο» κι ετοιμοπόλεμο, καλά οργανωμένο και πειθαρχημένο, αλλά και σκληραγωγημένο σε αντίξοες φυσικές συνθήκες, ανταρτικό στρατό. Αν δεχθούμε ότι, για τη σωτηρία της χώρας από την ολοκληρωτική απειλή, ισχύει το δόγμα πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, το ζήτημα της ξενοκρατίας θα πρέπει, τουλάχιστον για την ιστορική εκείνη περίοδο, να αποδαιμονοποιηθεί.

Όμως, υπάρχουν κάποια μέσα που δεν θα μπορούσαν να καθαγιαστούν, όσο ιερό και αν θεωρήσει κάποιος τον σκοπό. Για να φτάσει στη νίκη και, κυρίως, για να εδραιώσει στη συνέχεια την κυριαρχία της, η «αστική» παράταξη επιστράτευσε, μεταξύ άλλων, μερικά από τα χειρότερα κοινωνικά στοιχεία της περιόδου της Κατοχής, κάποιους που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή επειδή έβλεπαν τον κομμουνισμό σαν μεγαλύτερη απειλή από τον ναζισμό! Τα άτομα αυτά όχι μόνο συγχωρήθηκαν για τα εγκλήματά τους και γλίτωσαν από το εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά συχνά βρέθηκαν να κατέχουν και σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Αντιγράφω και πάλι από τον Clogg:

«Μια από τις πιο απεχθείς πλευρές αυτής της νομοθεσίας ‘περί εκτάκτου ανάγκης’ ήταν η εμμονή σε ένα πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων για την απόκτηση θέσης στο δημόσιο, για δίπλωμα οδηγού, για διαβατήριο και για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Αυτά τα πιστοποιητικά τα χορηγούσε η αστυνομία, που δημιούργησε ένα μεγάλο σύστημα φακέλων όπου ήταν καταγεγραμμένα τα πραγματικά ή υποτιθέμενα πολιτικά φρονήματα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Μερικοί από τους υπεύθυνους για την εφαρμογή αυτού του καταπιεστικού συστήματος είχαν αμφίβολο παρελθόν συνεργασίας με τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου.»

Όμως, πέρα και πάνω απ’ όλα, το ήθος του νικητή κρίνεται από τη στάση του απέναντι στον ηττημένο. Τα στρατοδικεία, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις, αλλά και το παρακράτος – χωροφύλακας που αφέθηκε να θεριέψει (κυρίως στην περιφέρεια), παραπέμπουν στις χειρότερες δικτατορίες που γνώρισε ο εικοστός αιώνας. Και η Μακρόνησος, αυτό το μικρό «ελληνικό Άουσβιτς», θα συμβολίζει πάντα την οριστική απώλεια του δικαιώματος της Δεξιάς να επικαλείται ένα κάποιο δικό της «ηθικό πλεονέκτημα» μετά τον Εμφύλιο. Η πρόσφατη απομάκρυνση από τους κόλπους της σύγχρονης δεξιάς παράταξης, κάποιων αμετανόητων απογόνων των βασανιστών του ιστορικού εκείνου κολαστηρίου, σίγουρα καταγράφεται ως θετικό δείγμα γραφής για τον πολιτικό αυτό χώρο…

Εν κατακλείδι, το ερώτημα που θα πρέπει να τίθεται δεν είναι το ποιος έχει το ηθικό πλεονέκτημα σε έναν εμφύλιο που ως τα σήμερα (έστω με άλλους τρόπους) καλά κρατεί, αλλά το ποιος θα πρέπει, τελικά, να χρεώνεται το μεγαλύτερο ηθικό μειονέκτημα. Θα απογοητεύσω, ίσως, τον αναγνώστη μη δίνοντας απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ομολογώ όμως πως ούτε κι εγώ την έχω βρει ακόμα…

(*) Richard Clogg, “A Short History of Modern Greece” (Cambridge University Press, 1979). Ελληνική έκδοση: «Σύντομη Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας» (Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1984).

ΤΟ ΒΗΜΑ

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ - Θα πρέπει να είναι είδηση ένας Εβραίος δήμαρχος;


Γενικά μιλώντας, υπάρχουν τρεις κατηγορίες ειδήσεων στα ενημερωτικά δελτία του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης:

1. Εκείνες που επιβεβαιώνουν ότι έλαβε χώρα κάτι που ήταν σχεδόν δεδομένο ότι θα συμβεί. Παράδειγμα: «Με πνεύμα κατάνυξης γιορτάστηκαν και φέτος τα Χριστούγεννα σε όλη τη χώρα.» Είναι από τη φύση τους οι ειδήσεις με το μικρότερο ενδιαφέρον.

2. Εκείνες που αναγγέλλουν ένα συμβάν που εθεωρείτο περισσότερο ή λιγότερο πιθανό, αλλά όχι δεδομένο: «Δεν επαληθεύτηκαν, τελικά, οι προβλέψεις των μετεωρολόγων για βροχερό σαββατοκύριακο.»

3. Εκείνες που αναφέρονται σε κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά και, ως εκ τούτου, αποτελεί κάτι το εξαιρετικό, το μοναδικό. Ίσως και το αδιανόητο…

Μία είδηση του τύπου «ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης είναι εβραϊκής καταγωγής» θα ανήκε σίγουρα στην δεύτερη κατηγορία. Πράγματι, το θρήσκευμα ή τα φυλετικά χαρακτηριστικά ενός υποψήφιου δημάρχου στην πόλη εκείνη δεν υπόκεινται σε περιορισμούς και ταμπού που θα μπορούσαν να καταστήσουν την εκλογική επιτυχία δύσκολη, ή ακόμα και αδύνατη. Έτσι, ανάμεσα στους υποψήφιους δημάρχους, ο Εβραίος υποψήφιος απλά έπεισε τους Νεοϋορκέζους ότι θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά καλύτερα!

Η είδηση, εν τούτοις, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία στην ελληνική επικαιρότητα: «Ο νέος δήμαρχος Ιωαννίνων» (ο αξιολογότατος επιστήμων, καθηγητής Ιατρικής Μωυσής Ελισάφ) «είναι Εβραίος!» Μία είδηση της οποίας η μοναδικότητα την κατατάσσει εξ ορισμού στην τρίτη κατηγορία. Γιατί, Εβραίος δήμαρχος για πρώτη φορά εκλέγεται σ’ αυτή τη χώρα.

Αν και το νικηφόρο αποτέλεσμα μιας εκλογής αντιμετωπίζεται κατά κανόνα ως επιτυχία του εκλεγέντος, στην προκειμένη περίπτωση συνιστά επιτυχία του ίδιου του εκλογικού σώματος. Δεν είναι ο πρώτος Έλληνας Εβραίος που κατόρθωσε να εκλεγεί δήμαρχος, είναι η πρώτη ελληνική τοπική κοινωνία που, ξεπερνώντας χρόνιες προκαταλήψεις, μπόρεσε να εκλέξει για δήμαρχό της ένα αξιόλογο πρόσωπο εβραϊκής καταγωγής!

Όμως, γιατί η εκλογή Εβραίου δημάρχου έφτασε να θεωρείται γεγονός εξαιρετικής σημασίας, κάτι που ως πριν ήταν περίπου αδιανόητο σε αυτό τον τόπο; Η απάντηση, νομίζω, σχετίζεται με την αλά καρτ αντίληψη των Ελλήνων (παλαιότερων και, δυστυχώς, ακόμα και σύγχρονων) για το τι συνιστά ρατσισμό. Από τη μία, ψηφίζουμε αντιρατσιστικούς νόμους για την προστασία απάντων των λεγόμενων «προσφύγων» και «μεταναστών» – που, ούτε όλοι είναι στ’ αλήθεια πρόσφυγες, ούτε όλοι έρχονται στη χώρα με τις καλές προθέσεις του μετανάστη.

Από την άλλη, δεν το θεωρούμε δα και έγκλημα να μιλούμε γενικώς και αδιακρίτως για τους «κακούς Εβραίους» κάθε φορά που ένας εκπρόσωπος της φυλής στην άλλη άκρη του κόσμου, ή ακόμα και το ίδιο το Ισραήλ, διαπράττουν κάτι που αντίκειται προς τους αξιακούς μας κώδικες. Συχνά, μάλιστα, δεν χρειάζεται καν μία αφορμή, αφού ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό των Ελλήνων είναι πεπεισμένο ότι «για όλα τα δεινά του κόσμου φταίνε οι Εβραίοι»!

Και, ας μη σπεύσουμε να χρεώσουμε τις παραπάνω ρατσιστικές ιδεοληψίες αποκλειστικά και μόνο στις εγχώριες φασιστικές μειονότητες. Δυστυχώς, τις έχουν διακινήσει ακόμα και μερικά από τα πιο φωτισμένα μυαλά του τόπου (αναφέρω ενδεικτικά τον Δ. Λιαντίνη), ενώ και οι προοδευτικοί (με ή χωρίς εισαγωγικά) διανοούμενοι αποφεύγουν, στην πλειοψηφία τους, να πάρουν δυναμική και ξεκάθαρη θέση απέναντι στην συλλήβδην δαιμονοποίηση των Εβραίων. Παράλληλα, όλο και λιγότεροι Έλληνες δείχνουν να συγκινούνται πλέον από τις μνήμες του Ολοκαυτώματος, του μεγαλύτερου και πιο αδιανόητου ρατσιστικού εγκλήματος της Ιστορίας…

Εύγε, λοιπόν, στην κοινωνία των Ιωαννίνων που, ξεπερνώντας παγιωμένες προκαταλήψεις, επέλεξε τον τοπικό της άρχοντα όχι με βάση τη φυλή ή το θρήσκευμα αλλά με βάση την προσωπική αξία. Ευχόμαστε στον συμπαθέστατο και σεμνότατο καθηγητή καλή επιτυχία στο δύσκολο έργο του. Και, είθε στο μέλλον μία όμοια εκλογική επιτυχία να αποτελεί είδηση της δεύτερης κατηγορίας, αντί της τρίτης, στα μέσα ενημέρωσης. Κάτι σαν τη Νέα Υόρκη, δηλαδή!

ΤΟ ΒΗΜΑ