Το περιστατικό μού το μετέφερε αναγνώστρια, με την παράκληση να το δημοσιοποιήσω. Όχι για να εκτεθούν πρόσωπα (αυτό δεν ενδιαφέρει είτε εκείνη, είτε τον γράφοντα) αλλά για να εκτεθεί η ευκολία με την οποία ο δημόσιος λόγος – ιδιαίτερα ο εκφερόμενος από πανίσχυρα δημοσιογραφικά μικρόφωνα – χάνει κάποιες φορές το μέτρο. Και ελαφρά τη καρδία γίνεται εισαγγελικός κατασκευάζοντας «ενόχους» και «θύματα», ακόμα και με βάση παρωχημένες αντιλήψεις που έχουν προ πολλού χρεοκοπήσει στη συνείδηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας.
Αποτέλεσμα είναι να θίγονται αδιακρίτως ανθρώπινες υπολήψεις και να πληγώνονται άνθρωποι που βιώνουν δύσκολες καταστάσεις στον προσωπικό και οικογενειακό τους χώρο. Ακόμα περισσότερο αν οι καταστάσεις αυτές αφορούν αγαπημένα πρόσωπα που διανύουν το τελευταίο στάδιο της ζωής τους...
Πριν απ’ όλα, το θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω μερικά στοιχεία για την αναγνώστρια στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω. Η μητέρα της είναι τώρα στα ενενήντα. Εδώ και κάπου πέντε χρόνια παρουσίασε κινητικά προβλήματα στα κάτω άκρα, με αποτέλεσμα να της είναι αδύνατο να κυκλοφορεί χωρίς βοήθεια ακόμα και μέσα στο σπίτι. Η αναγνώστρια αναγκάστηκε να καταφύγει στη γνωστή λύση της μόνιμης οικιακής βοηθού – και, για να μην κρυβόμαστε, μιας αλλοδαπής βοηθού, αφού αυτή είναι πλέον η μόνη επιλογή που υφίσταται...
Από το σπίτι της μητέρας της παρέλασαν πολλές γυναίκες. Κάποιες έδειξαν καλά στοιχεία στην αρχή. Κατάφεραν έτσι να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της ηλικιωμένης. Κάτι περισσότερο: της έγιναν απαραίτητες, κάνοντάς την να εξαρτηθεί απόλυτα από την παρουσία τους. Και ξαφνικά, ως κεραυνό εν αιθρία ανήγγειλαν την αποχώρησή τους, συνήθως «για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους πίσω στην πατρίδα». Η αλήθεια ήταν ότι είχαν μαζέψει τα χρήματα που εξαρχής γνώριζαν ότι χρειάζονταν, και δεν είχαν εκείνη τη στιγμή την ανάγκη να εργαστούν περισσότερο. Αποτέλεσμα αυτής της απρόοπτης εξέλιξης ήταν η ηλικιωμένη να βιώνει αισθήματα ανασφάλειας («ποια θα έρθει τώρα; θα είναι το ίδιο καλή;») και να πέφτει σε κατάθλιψη...
Υπήρξαν και κάποιες που αποδείχθηκαν επικίνδυνα υποκοσμικά στοιχεία. Όπως μαθεύτηκε αργότερα, μία από αυτές «έμπαζε» τις νύχτες στο σπίτι της ηλικιωμένης ένα άτομο που, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, εκτελούσε χρέη προαγωγού της σε «δραστηριότητες» (κατ’ ανάγκη κοντά στο σπίτι) κατά τις συχνές – και αδικαιολόγητα παρατεταμένες – εξόδους της «για ψώνια»!
Όμως, κάποια στιγμή το πρόβλημα έπαψε να περιορίζεται στον χαρακτήρα των οικιακών βοηθών. Η υπέργηρη γυναίκα άρχισε να χρειάζεται συνεχή ιατρική παρακολούθηση και επίβλεψη από επαγγελματικό νοσηλευτικό προσωπικό. Η κόρη της βρέθηκε έτσι στην ανάγκη να εξετάσει τη λύση μίας μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων. Ήταν μια εκδοχή που ως τότε δεν μπορούσε καν να σκεφτεί. Και ήταν η ίδια η μητέρα της, τελικά, που με πνεύμα ρεαλισμού και αίσθημα αποδοχής την βοήθησε να πάρει την δύσκολη απόφαση.
Το ευτύχημα ήταν ότι η ηλικιωμένη γυναίκα είχε μία σύνταξη που της επέτρεψε να εξασφαλίσει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες διαβίωσης στην αξιοπρεπέστατη μονάδα. Και ευτύχημα επίσης ήταν το ότι προσαρμόστηκε σχετικά γρήγορα στα νέα δεδομένα της ζωής της.
Τα πράγματα δεν ήταν, εν τούτοις, το ίδιο ανώδυνα για την κόρη της, η οποία, και υπό το βάρος κοινωνικών στερεοτύπων που εξακολουθούν ως σήμερα να συνθέτουν συστήματα «ηθικής», άρχισε να βιώνει τυραννικά αισθήματα ενοχής απέναντι στη μητέρα της. Μάλιστα, εν είδει (συνειδητής ή όχι) «αυτοτιμωρίας», έφτασε στο σημείο να αρνείται κάθε χαρά της ζωής και να ζει κλεισμένη στο σπίτι σαν ερημίτισσα, επιτρέποντας στον εαυτό της ως μόνες εξόδους τις τακτικές επισκέψεις στη μονάδα.
Θα μπορούσα να πω ότι, κατά μία έννοια, η κόρη εγκλείστηκε αυτόβουλα στον κόσμο της μητέρας της ζώντας τη ζωή εκείνης – ή, τουλάχιστον, αυτό που η ίδια πρόβαλλε στη συνείδησή της ως ζωή της μητέρας της, των αναλογιών μη τηρουμένων!
Και φτάνω στον λόγο ύπαρξης αυτού του σημειώματος. Η αναγνώστρια είχε την ατυχία να έχει ανοιχτή την τηλεόραση την Κυριακή 23/6, χαζεύοντας μία εκπομπή την οποία δεν θεωρώ σκόπιμο να κατονομάσω. Κι εκεί άκουσε κάποια στιγμή την βασική παρουσιάστρια να λέει το εξής (όπως μου το μετέφερε η ίδια η αναγνώστρια, της οποίας την περιγραφή έχω κάθε λόγο να θεωρώ απόλυτα πιστή):
«Εγώ ξέρω ότι σε οίκο ευγηρίας πάνε ηλικιωμένοι που τους έχουν πετάξει τα παιδιά τους!»
Η παρουσιάστρια της εκπομπής είναι έμπειρη στον τηλεοπτικό χώρο, δεν είναι καινούργια στο επάγγελμα. Θα ανέμενε κανείς, λοιπόν, να ζυγίζει περισσότερο προσεκτικά και με μεγαλύτερη υπευθυνότητα τα λόγια της όταν αυτά θίγουν ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα. Ειδικά, μάλιστα, αν τα τελευταία αφορούν την ίδια την ανθρώπινη συνείδηση. Εκτός, φυσικά, αν υποθέσουμε ότι θεωρεί τους τηλεθεατές στο σύνολό τους ως ανάλγητους αμοραλιστές που έχουν ανάγκη από κάποιο μαζικό ηθικό ταρακούνημα! Αυτό, όμως, είναι μάλλον δύσκολο να το πιστέψω...
Μία άκριτη δημόσια τοποθέτηση όπως η παραπάνω είναι τόσο προσβλητική, όσο και επικίνδυνη. Εξηγούμαι:
Κατά πρώτον, προσβάλλει βάναυσα στο σύνολό τους εκείνους τους συνανθρώπους μας που, όπως η αναγνώστρια, βρίσκονται στην ανάγκη να υπερβούν κοινωνικά ταμπού – αλλά και να υπερνικήσουν προσωπικές προκαταλήψεις κι ενοχές – προκειμένου να εξασφαλίσουν στους αγαπημένους τους ηλικιωμένους την μέριμνα που μόνο ένα ειδικευμένο προσωπικό μπορεί να προσφέρει. Άλλωστε, η «ηθικολογική» εκδοχή της τηλεπαρουσιάστριας σε ό,τι αφορά τις προθέσεις είναι, εν τέλει, άτοπη, αφού ο οίκος ευγηρίας συνιστά την λιγότερο συμφέρουσα λύση για τα ίδια τα παιδιά. Ο λόγος είναι απλός: η «σύνταξη της γιαγιάς και του παππού» εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τις ανάγκες της γιαγιάς και του παππού. Για τίποτ’ άλλο πλέον δεν περισσεύει...
Κατά δεύτερον, θα πρέπει κάποιος να ενημερώσει την έμπειρη τηλεπαρουσιάστρια (αν δεν το γνωρίζει ήδη) ότι οι ηλικιωμένοι, και ιδιαίτερα όσοι είναι καθηλωμένοι λόγω κινητικών προβλημάτων, βλέπουν πολλή τηλεόραση καθημερινά (είναι η μόνη ψυχαγωγία που τους έχει απομείνει). Αναλογίζεται, άραγε, η καλή κυρία τις ψυχολογικές συνέπειες που είναι πιθανό να έχει επιφέρει ο λόγος της σε άτομα που φιλοξενούνται σε οίκους ευγηρίας, στην περίπτωση που αυτά έτυχε να «πληροφορηθούν» ότι βρίσκονται «πεταμένα» εκεί από τα παιδιά τους; Ευτυχώς η μητέρα της αναγνώστριας παρακολουθούσε ειδήσεις σε κάποιο άλλο κανάλι την Κυριακή στις 23 του Ιούνη...
Χειρότερα δεν γίνεται, λοιπόν, για την τηλεόραση, όταν αυτή υπερβαίνει τα όρια της υπεύθυνης ενημέρωσης αναλαμβάνοντας ρόλο αυτόκλητου κοινωνικού εισαγγελέα. Νομίζω ότι το λιγότερο που οφείλει τώρα το κανάλι είναι μία δημόσια συγγνώμη προς όλους εκείνους που ευλόγως αισθάνθηκαν θιγμένοι – ακόμα και πληγωμένοι – από το μειωτικό σχόλιο που ακούστηκε στο πρόγραμμά του.
Όσο για την τηλεπαρουσιάστρια, τι να πούμε... Τελικά, μία δημοφιλής ξανθόμαλλη ανταγωνίστριά της αποδεικνύεται περισσότερο σοβαρή και με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση σε ό,τι αφορά ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα. Κι ας μην πλασάρει καν τον εαυτό της σαν «ποιοτική»...
ΤΟ ΒΗΜΑ