Κάνοντας εκκαθαρίσεις σε παλιά μηνύματα στο mailbox του γνωστού μέσου κοινωνικής δικτύωσης, έπεσα πάνω σε μια συνομιλία με μία πρώην «φίλη» (στην ιδιωματική γλώσσα του μέσου). Η «φιλία» αυτή με εκείνη και τον σύζυγό της είχε ξεκινήσει κατά τα πρώτα μνημονιακά χρόνια και τερματίστηκε (από τη μεριά της «φίλης») με τρόπο σχετικά άκομψο, το εφιαλτικό καλοκαίρι του 2015, λίγες μόλις μέρες πριν εκείνοι που δίχασαν τον ελληνικό λαό χωρίζοντάς τον σε «κακούς μνημονιακούς» και «καλούς αντιμνημονιακούς», φέρουν στον τόπο το δικό τους, ακόμα πιο δυσβάσταχτο μνημόνιο.
Παραθέτω τρία χαρακτηριστικά μηνύματα της «φίλης» που μαρτυρούν τη συνειδησιακή μετάλλαξη ενός ανθρώπου κάτω από τη δηλητηριώδη επίδραση του «αντιμνημονιακού» κλίματος της εποχής. Το πρώτο γράφτηκε μερικούς μήνες πριν η κατασυκοφαντημένη περίοδος των «Σαμαρο-Βενιζέλων» περάσει οριστικά στο ανάθεμα της Ιστορίας. Το δεύτερο, λίγες μέρες πριν την προκήρυξη του δημοψηφίσματος του καλοκαιριού του 2015, που λίγο έλειψε να οδηγήσει τη χώρα σε εμφύλια σύγκρουση και οικονομική καταστροφή. Το τρίτο και τελειωτικό, λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα, όταν οι πολίτες της χώρας ζούσαν τον πρωτόγνωρο εφιάλτη των
capital controls και το φάσμα των Βαρουφάκειων IOUs και των Λαπαβίτσειων συσσιτίων.
--------------------------------
* Θέλω να σου πω ότι η πένα σου έχει μεγάλη δύναμη, που φυσικά είναι εσωτερικο-κατευθυνόμενη... Όπου και να είσαι, σου ευχόμαστε καλή τύχη! Ο κόσμος έχει ανάγκη από ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ σαν και σένα! (27/10/2014)
* Φίλε Κώστα, καλημέρα! Αν και δεν συμφωνούμε ιδεολογικά, θέλω να ξέρεις ότι σε εκτιμώ πολύ! (20/6/2015)
* Αγαπητέ Κώστα, λυπάμαι που δεν θα είμαστε πλέον φίλοι, γιατί ουσιαστικά δεν ασπάζομαι την διαμετρικά αντίθετη τοποθέτησή σου σε θέματα που αφορούν σε ζωτικά θέματα της πατρίδας μου. Πρέπει σ' αυτούς τους καιρούς που η Ελλάδα βάλλεται εντός και εκτός των τειχών να μην προσθέτουμε με τα γραφόμενά μας στην αδικία που γεννά τον διχασμό. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο! (8/7/2015)
--------------------------------
Την ευθύνη του διχασμού, όμως, ας μην την αποδίδουμε αποκλειστικά στα πολιτικά κόμματα. Αυτά, ούτως ή άλλως, έκαναν το μόνο πράγμα που γνωρίζουν από συστάσεως του ελληνικού κράτους, σε έναν λαό που φέρει το στοιχείο του διχασμού στο εθνικό του DNA. Και, τον λαό αυτό δεν τον δίχασαν αυτά καθαυτά τα μνημόνια αλλά ο βαθμός γοητείας που άσκησε στον καθένα η ρητορεία που περιέβαλε το ψευδο-δίλημμα της αναγκαιότητας ή μη-αναγκαιότητάς τους.
Αυτονόητα, κανένας σώφρων Έλληνας δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να επιθυμεί την χωρίς σοβαρό λόγο επιβολή ενός μνημονίου στην πατρίδα του! Έτσι, ο όρος
«μνημονιακός» είναι λογικά άτοπος, εννοιολογικά αδόκιμος και πολιτικά παραπλανητικός. Κατά μία έννοια,
κάθε αληθινός Έλληνας (οφείλει να) είναι αντιμνημονιακός σε ό,τι αφορά τα αισθήματά του απέναντι στον
de facto περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας που επιβάλλουν τα μνημόνια. Το αληθινό ερώτημα, λοιπόν, είναι κατά πόσον κάποιος θεωρεί ότι το – αναμφίβολα κακό – μνημόνιο ήταν ένα
αναγκαίο κακό, ή θα υπήρχε δυνατότητα να αναζητηθούν άλλοι τρόποι υπέρβασης της κρίσης.
Βέβαια, κανένας δρόμος εξόδου από μια κρίση τέτοιου μεγέθους δεν θα μπορούσε να είναι ανώδυνος. Το ζήτημα έτσι εστιάζεται στο τι θεωρεί κάποιος ως μη χείρον. Οι δυνατότητες επιλογής ήταν, ξεκάθαρα, δύο. Από τη μία, μνημόνιο και αυτονόητος περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας. Από την άλλη, χρεοκοπία που θα οδηγούσε σε πείνα, εξαθλίωση, ίσως και εμφύλιο σπαραγμό. Όσοι υπερασπίστηκαν την πρώτη άποψη στιγματίστηκαν ως
«μνημονιακοί»,
«προσκυνημένοι» και
«προδότες» από κάποιους που, φορώντας την «αντιμνημονιακή» πανοπλία, διεκδίκησαν για τον εαυτό τους το αποκλειστικό δικαίωμα συμμετοχής στο αίσθημα εθνικής τιμής και αξιοπρέπειας.
Αυτό που δεν έχει, εν τούτοις, επαρκώς συζητηθεί είναι η ιστορική ευθύνη που αναλογεί
στους ίδιους τους λεγόμενους «αντιμνημονιακούς» για την κατάσταση που οδήγησε στην επιβολή των μνημονίων. Συνηθίζουμε να μιλούμε, γενικά και αόριστα, για την κακή διαχείριση της οικονομίας από τις αστικές κυβερνήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου. Σε αυτό υπάρχει μεγάλη δόση αλήθειας, αφού οι κυβερνήσεις αυτές, για λόγους πολιτικά ιδιοτελείς, δημιούργησαν το τέρας του λεγόμενου «πελατειακού κράτους». Ένα τέρας που, φυσικά, έπρεπε να τραφεί με δανεικά!
Όμως, είναι τα αστικά αυτά συστήματα διακυβέρνησης τα μόνα υπεύθυνα για την κρίση; Ή μήπως στη χώρα αυτή η έννοια
«κυβέρνηση» αποδείχθηκε στην πράξη ασθενέστερη της έννοιας
«εξουσία»; Και, αν οι κυβερνήσεις δεν είχαν, τελικά, την απόλυτη εξουσία που θεσμικά προβλέπεται, ποιες ήταν εκείνες οι δυνάμεις που καταχράστηκαν το όποιο πλεόνασμά της;
Όσο κι αν σε πολλούς δεν αρέσει να λέγεται αυτό, υπήρξαν κατά το παρελθόν πολιτικοί ηγέτες που διέβλεψαν την κρίση και επιχείρησαν ένα «συμμάζεμα» της οικονομίας με μέτρα που, σε σύγκριση με αυτά που σήμερα εφαρμόζονται ή προαναγγέλλονται, φαντάζουν σαν το ανεπαίσθητο τσίμπημα μιας καρφίτσας! (Το ότι οι πολιτικοί αυτοί ηγέτες ανήκαν σε διαφορετικά πολιτικά κόμματα και διέφεραν σημαντικά ως προς τον σωματότυπο, λίγη σημασία έχει.) Ποιοι αντιστάθηκαν στις απαραίτητες, όπως τώρα αποδεικνύεται, μεταρρυθμίσεις, και τελικά κατόρθωσαν να τις ματαιώσουν; Σωστά το μαντέψατε: οι πολιτικά πρωτοστατούντες σήμερα στον «αντιμνημονιακό» αγώνα! Κυρίως, οι δυνάμεις της Αριστεράς και της «προόδου».
Αρχές δεκαετίας του ’90... Μια ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία βρίσκεται αντιμέτωπη με τα πανίσχυρα συνδικάτα του δημοσίου, τα οποία έχουν παραλύσει τη χώρα. Καθημερινές πολύωρες διακοπές στην ηλεκτροδότηση έχουν φέρει σε απόγνωση νοικοκυριά και μικρο-επιχειρήσεις. Χαλασμένα κρέατα και γαλακτοκομικά προϊόντα πετιούνται στα σκουπίδια, και η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη λόγω της αφόρητης ζέστης. Οι συγκοινωνίες υπολειτουργούν, ενώ και η μερική ιδιωτικοποίησή τους ελάχιστα έχει επιλύσει το πρόβλημα λόγω των βίαιων αντιδράσεων των συνδικάτων.
Η Αριστερά, αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης, βαφτίζουν τις συντεχνίες του δημοσίου
«λαό» και τις εκβιαστικές κι απάνθρωπες κινητοποιήσεις τους
«λαϊκούς αγώνες». Δίνουν απόλυτη πολιτική στήριξη στις απεργίες αλλά, την ίδια στιγμή, αγνοούν τους αληθινά αδύναμους και μη προνομιούχους που εργάζονται στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα χωρίς να έχουν την παραμικρή συνδικαλιστική προστασία και, συνεπώς, την όποια δυνατότητα αντίδρασης.
Μέσα σε αυτό το χάος, η τότε πρόεδρος του
«Συνασπισμού της Αριστεράς» έκανε μία δημόσια δήλωση που μου φάνηκε προκλητική. Απάντησα με μια ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύθηκε στην
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ το φθινόπωρο του 1992. Καθώς δεν έχει σωθεί σε ηλεκτρονική μορφή, βρίσκω την ευκαιρία να την αναδημοσιεύσω εδώ, σαν μακρινή ηχώ μιας εποχής που αποτέλεσε, όπως αποδείχθηκε, την απαρχή μιας μακράς πορείας προς την τελική οικονομική καταστροφή της χώρας. Ο τίτλος του κειμένου ήταν
«Αδιευκρίνιστα σημεία...».
--------------------------------
Σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου, η πρόεδρος του Συνασπισμού της Αριστεράς διετύπωσε την άποψη ότι η εξουσία στη χώρα μας οραματίζεται και επιδιώκει την διαμόρφωση μιας
«κοινωνίας χωρίς αντιστάσεις». Η ενδιαφέρουσα αυτή ρήση εμπεριέχει κάποια λεπτά και αδιευκρίνιστα σημεία. Αναρωτιέται κανείς, για παράδειγμα, γιατί ο όρος
«κοινωνία» χρησιμοποιείται (εδώ και αλλού) με τόση ευκολία σαν συνώνυμος όρων όπως
«συντεχνία» ή
«οργανωμένη μειοψηφία». Όπως και δεν είναι πλήρως κατανοητό το ποιοι είναι, τελικά, οι υποτιθέμενοι αποδέκτες των «αντιστάσεων» για τις οποίες ομιλεί η κ. πρόεδρος: η κυβέρνηση του τόπου, ή μήπως το πάντοτε απροστάτευτο και μη προνομιούχο κοινωνικό σύνολο;
Διακρίνει κανείς εδώ μια μάλλον ηθελημένη (και ίσως σκόπιμη πολιτικά) σύγχυση εννοιών και αξιών. Τι είναι, λοιπόν, μια «κοινωνία που ανθίσταται»; Με βάση τις δημόσιες τοποθετήσεις πολλών (αυτοαποκαλούμενων προοδευτικών) πολιτικών προσώπων σε σχέση με την πρωτοφανή αναταραχή που γνώρισε πρόσφατα ο τόπος, μια τέτοια «κοινωνία» συμπεριφέρεται, σε γενικές γραμμές, ως ακολούθως:
1. Διακόπτει, δίκην στρατού κατοχής, την ηλεκτροδότηση της χώρας, βυθίζοντας στο σκοτάδι και την απόγνωση χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις (κυρίως μικρομεσαίες), τραυματίζοντας θανάσιμα τον τουρισμό, και δίνοντας τη χαριστική βολή στην ήδη βαρέως πάσχουσα εθνική οικονομία.
2. Στο πλαίσιο εξάσκησης των «δημοκρατικών της δικαιωμάτων», παραλύει τη δημόσια ζωή στην πρωτεύουσα, δημιουργώντας κυκλοφοριακό χάος και αδιέξοδο όποτε εκείνη κρίνει σκόπιμο.
3. Εξευτελίζει και διαπομπεύει συνανθρώπους της (ενίοτε μάλιστα δια δημοσίου, και με τηλεοπτική κάλυψη,
βιασμού) που απλώς έχουν τη θέληση να εξασκήσουν το ιερό δικαίωμα στην εργασία, και καταστρέφει από «δικαιολογημένη αγανάκτηση» τις περιουσίες τους. [Σημείωση: Η παράγραφος αυτή αναφέρεται σε βίαια επεισόδια που είχαν προκαλέσει οι συνδικαλιστές των λεωφορείων σε βάρος (προσωρινών, τελικά) ιδιοκτητών των μέσων μεταφοράς. Η λέξη
«βιασμός» δεν είναι απλό σχήμα λόγου...]
4. Περιφρονεί, γενικά, τους νόμους του κράτους, ενώ ταυτόχρονα καθυβρίζει ιταμώς τους λειτουργούς της Δικαιοσύνης.
Θα μπορούσαμε, από την πλευρά μας, να αντιπαραθέσουμε μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της άλλης κοινωνίας, αυτής «χωρίς αντιστάσεις»:
1. Θεωρεί χρέος της να αποδώσει σπονδές στους «θεούς» (διάβαζε: συνδικαλιστές) όταν εκείνοι, εν τη ευσπλαχνία τους, αποφασίζουν να της επιτρέψουν τη χρήση αγαθών τα οποία αυτή έχει (μερικώς, τουλάχιστον) ήδη προπληρώσει.
2. Αισθάνεται άκρως προνομιούχος όταν (των αρμοδίων «θεών» συγκατατιθεμένων) κατορθώσει να τρυπώσει σε ένα από εκείνα τα ακριβοθώρητα σαρδελοκούτια που κατ’ ευφημισμόν ονομάζονται μαζικά μέσα μεταφοράς, για να μεταβεί στην (κάκιστα αμείβουσα) εργασία της.
3. Δεν ευτυχεί ποτέ να μετέχει σε «αγωνιστικές κινητοποιήσεις», αφού ουδείς (μηδέ των προοδευτικών δημαγωγών και των περί αυτούς συνδικαλιστών εξαιρουμένων) θα σπεύσει να της προσφέρει την παραμικρή συμπαράσταση και αναγκαία προστασία.
Ας είναι, λοιπόν, λίγο πιο σαφείς οι πολιτικοί μας ηγέτες όταν φλυαρούν μπροστά στις κάμερες και τα μικρόφωνα των μέσων ενημέρωσης. Για να γνωρίζουμε, τουλάχιστον, προς ποίους απευθύνονται...
(Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27/9/1992)
--------------------------------
Συμπληρώνω ότι, σύμφωνα με τα συνδικαλιστικά ήθη της εποχής, η λύση μιας απεργίας στον δημόσιο τομέα έθετε συχνά ως προϋπόθεση την καταβολή των «δεδουλευμένων» για την περίοδο της απεργίας! Ο «λαός» είχε πάντα δίκιο, και αυτό καμία από τις αδύναμες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει.
Βέβαια, υπήρχε πάντα και ο λαός δεύτερης κατηγορίας: Ο κακοπληρωμένος και συνδικαλιστικά ακάλυπτος υπάλληλος (δημόσιος ή – ακόμα περισσότερο – ιδιωτικός), που θα έπρεπε να κόψει το λαιμό του να βρει τρόπο να πάει στη δουλειά του εν μέσω παρατεταμένων απεργιών των δημόσιων μέσων μεταφοράς (εκτός αν του περίσσευαν καθημερινά για ταξί)... Ο μικρο-μαγαζάτορας, που απόθετε ευπαθή προϊόντα στους κάδους των σκουπιδιών μετά από πολύωρες ή και πολυήμερες διακοπές στην ηλεκτροδότηση... Ο απλός φορολογούμενος πολίτης, που επί μέρες στερούνταν απαραίτητες υπηρεσίες τις οποίες είχε συχνά προπληρώσει (αναφέρω, ενδεικτικά, την κάρτα «απεριορίστων» διαδρομών στα μέσα μαζικής μεταφοράς)... Οι μελλοντικές γενιές, που καταδικάστηκαν να γεννηθούν και να ζήσουν σε μια χρεοκοπημένη χώρα, θύματα της αφροσύνης του πολιτικού συστήματος και της απληστίας των οργανωμένων συμφερόντων...
Θυμάμαι τις εκπομπές του αείμνηστου
Λυκούργου Κομίνη στον
«Flash». Τις άκουγα, τότε, καθημερινά. Όχι γιατί συμφωνούσα με τις απόψεις του αλλά, σαν από κάποια περίεργη μαζοχιστική διάθεση, επειδή οι απόψεις αυτές συχνά με εξόργιζαν. Κάποια μέρα ειρωνεύτηκε όσους αγανακτούσαν με τις συνεχείς διακοπές στην ηλεκτροδότηση, παρομοιάζοντάς τους με την κυρία της «καλής» κοινωνίας που φοβόταν μήπως δεν έχει ρεύμα για να ανάψει το αμπαζούρ της!
Η σκέψη τού, κατά τα άλλα αξιόλογου, Κομίνη απεικονίζει την πολιτική φιλοσοφία της (στενότερης και ευρύτερης) Αριστεράς την εποχή εκείνη. Τότε που
«λαός» και
«κοινωνία» σήμαιναν
«συντεχνία», ενώ
«δημοκρατικός» πολίτης ήταν αποκλειστικά ο κομματικά συνδικαλιζόμενος πολίτης. Και αν τολμούσες να διαφωνήσεις με την κυρίαρχη πολιτική ρητορεία, ήσουν εξ ορισμού
«φασίστας». Δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι ο αρχι-συνδικαλιστής εκείνης της περιόδου ανταμείφθηκε αργότερα για τους «αγώνες» του με υπουργική θέση!
Ερχόμαστε στο «σήμερα»... Το πώς φτάσαμε στα μνημόνια είναι, πιστεύω, ένα ζήτημα που έχει ήδη απαντηθεί. Το ερώτημα, όμως, που συνεχίζει να διχάζει ειδικούς και μη είναι το αν υπήρχε, τελικά, άλλος δρόμος εξόδου από την κρίση.
Προσωπικά, θεωρώ την απάντηση δεδομένη και μονοσήμαντη. Το ίδιο, ενδεχομένως, ισχύει γενικότερα για όσους απορρίπτουν τη λέξη
«μνημονιακός» ως εννοιολογικά αδόκιμη, ενώ αναγνωρίζουν στο περιεχόμενο του όρου
«αντιμνημονιακός» την αυτονόητη ιδιότητα της οικουμενικότητας. Εκείνους, δηλαδή, που έχουν πάψει να πιστεύουν – αν πίστεψαν ποτέ – σε πολιτικούς μύθους με αγαθούς ήρωες και κακούς δράκους. Στους δικούς τους μύθους, πάντως, σπανίως τον ρόλο του προδότη παίζουν όσοι απλά τυχαίνει να έχουν αντίθετη άποψη...
Aixmi.gr