Ο Τσαϊκόφσκι
υπήρξε μεγάλος συμφωνιστής. Όσοι του αρνούνται αυτή την ιδιότητα μάλλον δεν
έχουν μελετήσει προσεκτικά το έργο του. Ακόμα και η κορυφαία όπερά του, η «Ντάμα
Πίκα», είναι από άποψη δομής μια «συμφωνία» τεράστιων διαστάσεων που
θυμίζει τις γιγάντιες συμφωνικές δομές του Γκούσταβ Μάλερ, με τα τρία
οπερατικά λάιτ-μοτίφ στο ρόλο των βασικών θεμάτων.
Το
συμφωνικό χάρισμα του Τσαϊκόφσκι, το οποίο γίνεται ιδιαίτερα φανερό στην Τέταρτη
Συμφωνία, στη Συμφωνία Μάνφρεντ και στη Σερενάτα Εγχόρδων,
έγκειται εκτός των άλλων και στην ικανότητά του να «παίζει» με τη νοημοσύνη του
ακροατή μέσω της χρήσης μουσικών υπαινιγμών που δύσκολα γίνονται αντιληπτοί σε
πρώτη ακρόαση. Δηλαδή, ο συνθέτης εισάγει ένα «νέο» μουσικό θέμα στο φινάλε του
έργου, για να αφήσει αργότερα να φανεί πως το θέμα αυτό δεν είναι παρά
επιτυχημένο «καμουφλάζ» ενός βασικού θέματος της συμφωνικής δομής, το οποίο
έχει ήδη ακουστεί και αναπτυχθεί σε προηγούμενα μέρη.
Πέραν
της αδιαμφισβήτητης μουσικής ιδιοφυΐας του Τσαϊκόφσκι, η χρήση μιας
υπαινικτικής γραφής θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί εν μέρει και στην ιδιαίτερη
φύση και ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη, χαρακτηριστικά που ο ίδιος είχε δυσκολία
να αποδεχθεί...
Όσο κι
αν φαίνεται περίεργο, τις μουσικολογικές αυτές σκέψεις έκανα όχι μετά από
ακρόαση κάποιου συμφωνικού έργου του μεγάλου Ρώσου, αλλά με αφορμή τις
πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας. Τον τελευταίο καιρό έχουμε γίνει
αποδέκτες απίστευτων αποκαλύψεων που αγγίζουν, αν όχι ξεπερνούν, τα όρια ενός
εθνικού εφιάλτη!
Αποκαλύπτονται
σχέδια μεθοδευμένης χρεοκοπίας της χώρας και καθολικής φτωχοποίησης των
Ελλήνων, στο πλαίσιο μιας σχεδόν διαστροφικής αντίληψης της επίτευξης
«κοινωνικής δικαιοσύνης» μέσω γενικευμένης ισοπέδωσης. Μάθαμε για σχέδια
εθνικοποίησης των τραπεζών με βέβαιη την παράλληλη εξανέμιση των καταθέσεων
αφού, στην αναχρονιστική λογική του μαρξιστικού πουριτανισμού, οι έχοντες
τραπεζικές καταθέσεις ανήκουν στην επαίσχυντη κατηγορία των «βολεμένων αστών»
και πρέπει να υποστούν την ανάλογη τιμωρία προς όφελος αυτών που δεν έχουν ένα
ευρώ στην άκρη. (Το ότι οι αληθινά βολεμένοι έχουν ήδη στείλει τις καταθέσεις
τους σε ασφαλείς παραδείσους μακριά από τη χώρα, στην οποία μένουν πιστοί μόνο
κάποιοι μικρο-καταθέτες, μάλλον υπερβαίνει τα αντιληπτικά όρια του
επαναστατικού δογματισμού...)
Ακούσαμε
για σχέδια διανομής τροφίμων και βασικών ειδών διαβίωσης με το δελτίο, ακόμα
και για συσσίτια που παραπέμπουν σε τραγικές μνήμες Κατοχής. Διαπιστώσαμε μια
βαθιά κρυμμένη αντιπάθεια, αν όχι ανοιχτή εχθρότητα, για οποιαδήποτε εκδοχή και
διαβάθμιση ελεύθερης αγοράς, κάτι που πιστοποιείται από την αδιάφορη στάση του
συστήματος μπροστά στην οικονομική καταστροφή και την απόγνωση ακόμα και των
μικρο-ιδιοκτητών επιχειρήσεων της γειτονιάς, αποτέλεσμα εγκληματικών πολιτικών
του οικονομικού – και όχι μόνο – επιτελείου της κυβέρνησης.
Το
τραγικότερο και πολιτικά κυνικότερο όλων: Γίναμε μάρτυρες της απάνθρωπης
μεταχείρισης των ηλικιωμένων (ειδικά κατά την εβδομάδα που μεσολάβησε από την
προκήρυξη ως τη διεξαγωγή του μοιραίου δημοψηφίσματος), πράγμα που δεν μπορεί
αλλιώς να ερμηνευτεί παρά με το δεδομένο ότι, στατιστικά, οι άνθρωποι αυτοί δεν
ανήκουν στο συμπαγή πυρήνα της εκλογικής «πελατείας» του κυβερνώντος κόμματος.
Αντίθετα,
είδαμε ένα συστηματικό προπαγανδιστικό «χαϊδολόγημα» της νέας γενιάς, ιδιαίτερα
εκείνου του κομματιού της που δεν έχει κατορθώσει να βρει μια θέση στην αγορά
εργασίας. Όσο κι αν σε κάποιους ακούγεται ανατριχιαστικό, υπήρχαν νέα παιδιά
που περίμεναν ανυπόμονα τη στιγμή που το μαρξιστικό καθεστώς «θα τα πάρει» από
τους «βολεμένους» για να τα μοιράσει «δίκαια» σ’ αυτούς που ζητούν μια ευκαιρία
για δουλειά και αξιοπρεπή επιβίωση. Μια ματιά στα απίστευτης αγριότητας σχόλια
που μαζικά αναρτήθηκαν προ του δημοψηφίσματος στα social media, θα αρκούσε για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος των
προσδοκιών που έντεχνα καλλιεργήθηκαν. Παραθέτω και μια προσωπική εμπειρία:
Ήταν,
αν θυμάμαι καλά, Κυριακή μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Κατηφόριζα προς
το μετρό, όταν βρέθηκα μπροστά σε ένα πρόχειρο κιόσκι του ΣΥΡΙΖΑ όπου μια παρέα
νεαρών (αγόρια και κορίτσια) μοίραζαν προπαγανδιστικά φυλλάδια υπέρ του ‘ΟΧΙ’.
Κοντοστάθηκα να ρίξω μια ματιά και, με την ευκαιρία, επιχείρησα να ξεκινήσω μια
κουβέντα. Τους ρώτησα ποια θα ήταν η επόμενη μέρα αν το αποτέλεσμα ήταν ‘ΟΧΙ’,
και το μόνο που εισέπραξα ήταν γενικόλογες ηρωικές ρητορείες και αφορισμοί κατά
των πολιτικών δυνάμεων «των μνημονίων», χωρίς ίχνος σαφούς τοποθέτησης.
Όταν
επέμεινα στην ερώτηση, μου έσκασαν τελικά το μυστικό: Πανικόβλητες οι δυνάμεις
της Ευρώπης μπροστά στη θέληση του ελληνικού λαού, θα υποτάσσονταν και θα μας
πρόσφεραν γη και ύδωρ προκειμένου να μην αποχωρήσουμε από την ευρωπαϊκή
οικογένεια! Κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα να συνεχίσω τη συζήτηση, έτσι έκανα να
φύγω, λέγοντας: «Αν βρεθούμε ξανά εδώ την ερχόμενη Δευτέρα, θα έχουμε την
ευκαιρία να σχολιάσουμε το αποτέλεσμα.»
Το
πρόσωπο μιας κοπέλας που καθόταν ως τότε σιωπηλή, πήρε ξάφνου μια άγρια όψη που
με τρόμαξε: «Αν είσαι απ’ αυτούς που θα ψηφίσουν ‘ΝΑΙ’, δεν θα ‘χω να πω
τίποτα μαζί σου τη Δευτέρα. Από κείνη τη στιγμή και μετά, θα είσαι εχθρός μου!»
Τους είπα πως η ακραία αυτή θέση καταδεικνύει το πόσο πράγματι δίχασε τον
ελληνικό λαό αυτό το δημοψήφισμα. Ένας νεαρός φάνηκε να δαγκώνεται για την
επικοινωνιακή γκάφα της συντρόφισσας και βάλθηκε ευθύς να τη δικαιολογήσει,
λέγοντας πως δεν το εννοούσε έτσι ακριβώς όπως το εξέφρασε.
Από μια
άλλη κοπέλα, τότε, δέχθηκα μια προσωπική ερώτηση διατυπωμένη σε τρίτο πρόσωπο: «Ας
μας πει ο κύριος, εργάζεται;» Της απάντησα πως είμαι εκπαιδευτικός.
Υποδέχθηκε την απάντησή μου με το θριαμβευτικό ύφος ανθρώπου που μόλις
ξεσκέπασε μια σκοτεινή σκευωρία: «Α, έτσι πες μου! Είδατε, ο κύριος ανήκει
στους βολεμένους!» Η πρώτη κοπέλα σήκωσε ακόμα πιο πολύ την ένταση καθώς
άρχισε να μιλά για το πρόβλημα χρόνιας ανεργίας που αντιμετώπιζαν όλα τα μέλη
της παρέας. Όμως, κάποια στιγμή ξέφυγε: «Ξέρεις τι είναι να σου σπάσουν οι
μπάτσοι το κεφάλι; Εσένα σου το ‘χουν σπάσει ποτέ;»
Έκανα
τη μάλλον αφελή ερώτηση αν ένα σπασμένο κεφάλι θα αποτελούσε τεκμήριο
αξιοπιστίας μου ως συνομιλητή, αλλά εκείνη δεν άκουγε πια: ήμουν ο «εχθρός» που
έπρεπε με κάθε τρόπο να εξοντωθεί! Κατάλαβα ότι η παρατεινόμενη παραμονή μου
στο κιόσκι θα μπορούσε να οδηγήσει σε επικίνδυνες κλιμακώσεις, και έφυγα χαιρετώντας
βιαστικά. Η δεύτερη κοπέλα είχε τον τελευταίο, νικητήριο λόγο: «Ε, βέβαια,
του τελείωσαν τα επιχειρήματα και το βάζει στα πόδια!»
Ομολογώ
ότι δεν το άκουσα να αρθρώνεται επί λέξει, μπορούσα όμως να το διαβάσω στα
μάτια τους που ξεχείλιζαν από θυμό: «Περίμενε να ‘ρθει η Δευτέρα και θα τα
πούμε με όλους εσάς τους βολεμένους!» Κι αν δεν το άκουσα εγώ, το άκουσε
συγγενικό μου πρόσωπο προχωρημένης ηλικίας από επιστήθια, υποτίθεται, φίλη!
Κάποιοι επιχείρησαν να διχοτομήσουν την κοινωνία στήνοντας αριστοτεχνικά και
δόλια το τερέν μιας εμφύλιας διαμάχης. Και θα πετύχαιναν τους στόχους τους αν
οι ίδιες οι συγκυρίες δεν ανέτρεπαν με τρόπο δραματικό τα σχέδιά τους...
Βέβαια,
εκτός από τους πολιτικούς, το ρόλο τους στο κλίμα της πόλωσης έπαιξαν και
κάποιες χαρισματικές γραφίδες. Δεν πάει καιρός που διάβασα εδώ στο Aixmi.gr ένα κείμενο γραμμένο από ιδιαίτερα αξιόλογο αρθρογράφο που εμφανώς
πρόσκειται στο σκληρό πυρήνα των μαρξιστών του κυβερνώντος κόμματος. Αφορούσε
το επικείμενο, τότε, δημοψήφισμα, το οποίο ο αρθρογράφος περιέγραφε ως πεδίο
ανάδειξης μιας ταξικής πάλης ανάμεσα σ’ αυτούς που ακόμα έχουν κάτι να χάσουν,
κι εκείνους που δεν έχουν να χάσουν τίποτα αφού τα έχουν χάσει όλα. Η ηθική
σκιαγράφηση των δύο τάξεων ήταν σαφώς (αν και αρκούντως διακριτικά) ετεροβαρής,
με τη λιγότερο προνομιούχα τάξη να εμφανίζεται ως έχουσα το ηθικό πλεονέκτημα,
πράγμα που (υπαινικτικά) θα μπορούσε να «δικαιολογήσει» αισθήματα θυμού κι
εμπάθειας απέναντι στους «βολεμένους»...
Πού
υπεισέρχεται ο Τσαϊκόφσκι σε όλα αυτά; Στο ότι κακώς εκπλαγήκαμε – αν όχι
ανατριχιάσαμε – τον τελευταίο καιρό καθώς έβγαιναν στην επιφάνεια τα σχέδια των
ακραίων «ιδεολόγων» του ΣΥΡΙΖΑ (εν επιγνώσει ή όχι του πρωθυπουργού, αυτό μένει
να διερευνηθεί) για το μέλλον της χώρας και το πεπρωμένο του λαού της. Τα
σημάδια ήταν εκεί εξαρχής, σαν μουσικά θέματα Τσαϊκοφσκικής συμφωνίας που δεν
έχουν ακόμα αποκαλύψει όλα τους τα μυστικά, αναμένοντας το φινάλε του έργου για
να αναδείξουν την πλήρη, την αυθεντική τους μορφή. Καταλαμβάνοντας
απροετοίμαστο τον ακροατή που αφέθηκε να παρασυρθεί από την απατηλή γοητεία της
φαινομενολογίας, μη μπορώντας να αντιληφθεί τις υπόγειες διασυνδέσεις ανάμεσα
στα επιφαινόμενα.
Στο
άρθρο «Φοβάμαι τους θυμωμένους!» (http://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=459837),
δημοσιευμένο στο «Βήμα» τον Μάιο του 2012 κι ενώ η χώρα βρισκόταν σε
παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, είχαμε γράψει:
Ο
θυμός γίνεται τόσο πιο επικίνδυνος, όσο πιο ανώριμος είναι ο φορέας του που
καλείται να τον διαχειριστεί. Αν η θέα ενός γεμάτου όπλου στα
χέρια ενός θυμωμένου ενήλικα φοβίζει, στα χέρια ενός θυμωμένου παιδιού
τρομοκρατεί! Όπως, προσωπικά, με τρομοκρατούν τα «οπλοφορούντα» οργισμένα
«παιδιά» που παρελαύνουν κατά συρροή τις μέρες αυτές στους δέκτες των
τηλεοράσεών μας. Και αναφέρομαι στους διάφορους εκπροσώπους του πολιτικού φορέα
που διεκδικεί την κατάληψη της εξουσίας με σκοπό το γκρέμισμα και ξαναχτίσιμο
της χώρας απ’ την αρχή. Με κύριο – αν όχι μοναδικό – υλικό ανοικοδόμησης τον
ίδιο το θυμό, τόσο του λαού-ψηφοφόρου όσο και των επίδοξων εξουσιαστών!
Με
τρομάζουν τα αλλοιωμένα από την οργή χαρακτηριστικά των προσώπων, η υστερική
οξύτητα της φωνής που κραυγάζει αδιάκοπα, οι νευρικές κινήσεις των χεριών που
μάταια προσπαθούν να υποκαταστήσουν τον πειστικό λόγο, ο αγχώδης ρυθμός μιας
ομιλίας κενής περιεχομένου όπου τη θέση των σοβαρών πολιτικών επιχειρημάτων
έχουν καταλάβει τετριμμένα, μονότονα επαναλαμβανόμενα συνθήματα του
πεζοδρομίου...
Με
τρομάζει η θνησιγενής φύση των πραγμάτων που χτίζονται πάνω στο θυμό. Γιατί,
μόλις η θυμωμένη γενιά καταλάβει την εξουσία, ο θυμός της μοιραία θα εκτονωθεί.
Μαζί θα εκλείψει και η μοναδική πρώτη ύλη που τώρα νοηματοδοτεί και
προσανατολίζει την πολιτική της στόχευση. Και το κενό που θ’ απομείνει δύσκολα
θα καλυφθεί, αφού ο θυμός στην προκειμένη περίπτωση είναι κάτι σαν τους
καβαφικούς βαρβάρους: είναι κακό πράγμα να τον έχει κανείς, όμως ακόμα
χειρότερο πράγμα είναι η απουσία του!