Στην κεντρική σελίδα του Aixmi.gr, βρίσκεται μια κυλιόμενη, τριπλή στήλη όπου εμφανίζονται οι τίτλοι επιλεγμένων αναρτήσεων, αντιπροσωπευτικών του ύφους του site. Ανάμεσα σ’ αυτές, υπάρχει κάποια στην οποία ο γράφων ενίσταται στη διαφαινόμενη διολίσθηση αξιόλογου συναρθρογράφου (και καλού του φίλου) στον πολιτικό λαϊκισμό, έννοια της οποίας (ελλείψει συμπαγούς ορισμού της) απαριθμούνται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ας τα θυμηθούμε:
1. Η υπεραπλούστευση, η ρηχότητα των θέσεων και η αποφυγή κάθε είδους σοβαρής αναλυτικής προσέγγισης των πραγμάτων.
2. Η στόχευση στο θυμικό αντί στη λογική.
3. Η χρήση ευτελούς συνθηματολογίας (ενίοτε, ακόμα και χυδαιολογίας) στη θέση μιας γνήσιας πολιτικής επιχειρηματολογίας.
4. Η πολιτικά καιροσκοπική και κοινωνικά επικίνδυνη αξιοποίηση του μαζικού θυμού.
Τα σχόλια των αναγνωστών, τα οποία συνοδεύουν το άρθρο, είναι ανάμικτα. Κάποια, μάλιστα, από τα αρνητικά σχόλια μαρτυρούν έντονη συναισθηματική φόρτιση! Οι ενστάσεις αφορούν, κυρίως, το κατά πόσον η κατηγορία περί λαϊκισμού είναι, εν προκειμένω, δίκαιη. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητείται η ίδια η έννοια του λαϊκισμού ως αναγνωρίσιμης πολιτικής συμπεριφοράς, εν γένει…
Κόντευα να λησμονήσω αυτή τη συζήτηση, όταν ξαφνικά έπεσε στα χέρια μου (και, ομολογώ, κατά κάποιον τρόπο με ξάφνιασε) άρθρο έγκριτου ακαδημαϊκού, στο οποίο, ούτε λίγο–ούτε πολύ, τίθεται εν αμφιβόλω αυτή τούτη η δοκιμότητα του όρου «λαϊκισμός». Διότι, σε ακόμα θεμελιωδέστερο εννοιολογικό επίπεδο, κρίνεται ως λανθασμένη η ίδια η πολιτική χρήση του όρου «λαός»!
Ας σταχυολογήσουμε μερικά από τα επιχειρήματα που περιέχονται στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό άρθρο:
1. Όσοι εκφράζουν κριτική στο λαϊκισμό, προβάλλουν νοητικά ένα πολιτικό υποκείμενο, το «λαό», που έχει αδυναμίες, επικίνδυνες ροπές και ανωριμότητα, έτσι ώστε να χρειάζεται προστασία και καθοδήγηση. Ο λαϊκιστής, σύμφωνα με τους επικριτές του, είναι απλά ο λάθος καθοδηγητής, αυτός που οδηγεί το λαό μακριά από το «σωστό» δρόμο.
2. Στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται «λαός» ως ενιαία κοινωνική συλλογικότητα. Η λέξη αυτή αντιπροσωπεύει μια κατασκευή του νου, μια νοητική σύμβαση. Λαός με άλλη έννοια (γλώσσα, πολιτισμικά γνωρίσματα, συνείδηση κοινής ταυτότητας) υπάρχει. Δεν υπάρχει όμως πολιτικός λαός, ο οποίος συμπεριφέρεται ενιαία στο πολιτικό πεδίο.
3. Σε μια εκλογική αναμέτρηση, ο «λαός» περιγράφεται συνήθως ως μία ενιαία πολιτική συνειδητότητα που διανέμει τα ποσοστά σκεπτόμενη το συμφέρον του τόπου. Σύμφωνα με αυτή τη μεταφυσική εικόνα, πριν πάει ο «λαός» στην κάλπη, σκέφτεται ποια κατανομή ποσοστών είναι προς το συμφέρον της χώρας και ειδοποιεί τα «αντίγραφά» του (τους ψηφοφόρους) για την ορθή κατανομή. Έτσι, προκύπτει ένα «σοφό» εκλογικό αποτέλεσμα!
4. Αυτοί που στην πραγματικότητα διαμορφώνουν το εκλογικό αποτέλεσμα είναι εκατομμύρια πολίτες – όχι αντίγραφα του «λαού» – με διαφορετικές ιδέες, συναισθήματα και συμφέροντα, που πηγαίνουν στις κάλπες και κάνουν τις επιλογές τους χωρίς, φυσικά, να έχει προηγηθεί γενική συνέλευση και απόφαση για το ποια είναι η ορθή κατανομή των ποσοστών που πρέπει να λάβουν τα κόμματα! Και, ουδείς ψηφοφόρος γνωρίζει – ή επηρεάζεται από – τις επιλογές των υπολοίπων.
5. Αληθινός λαϊκισμός, εν τέλει, είναι μόνο η υποστασιοποίηση του «λαού» ως οργανικού όλου, ως ενιαίου υποκειμένου που σκέφτεται, αισθάνεται και δρα…
Επειδή το άρθρο είναι ανοικτό σε διαφορετικές ερμηνείες (αναφέρω, ενδεικτικά, ότι με άλλον εντελώς τρόπο από εμένα το ανέγνωσε, και σε διαφορετικά συμπεράσματα κατέληξε, διακεκριμένη νομικός και φίλη), ας εστιάσω την προσοχή μου σε κάποια χαρακτηριστικά σημεία που συνθέτουν μια δεδομένη γραμμή σκέψης:
1. Είναι εμφανές εξαρχής ότι στο στόχαστρο του άρθρου βρίσκονται κατά κύριο λόγο οι υπέρμαχοι της λεγόμενης “Realpolitik”, οι θιασώτες, δηλαδή, του «πολιτικού πραγματισμού», ο οποίος, ως γνωστόν, έρχεται σε αντίθεση με τις «ουτοπικές» – όπως οι πραγματιστές τις θεωρούν – προσεγγίσεις των «πολιτικών ιδεολόγων» (ο τελευταίος αυτός όρος δεν χρησιμοποιείται στο άρθρο, εικάζω όμως ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπονοείται). Κατά τον αρθρογράφο, οι πρώτοι επικολλούν την ετικέτα του «λαϊκιστή» στους δεύτερους προκειμένου να δυσφημίσουν, και τελικά να αποδυναμώσουν, την πολιτική επιχειρηματολογία τους.
2. Οι εκφράζοντες κριτική στο λαϊκισμό, αυτονόητα δέχονται την ύπαρξη ενός ενιαίου πολιτικού υποκειμένου, του «λαού». Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, η υπόθεση αυτή είναι λανθασμένη: «λαός» υφίσταται μόνο ως προβολή του νου, ως νοητική σύμβαση.
3. Το συμπέρασμα στο οποίο προσωπικά καταλήγω, είναι το εξής: Σύμφωνα με το άρθρο, οι «πολιτικοί πραγματιστές» κακώς μέμφονται τους πολιτικούς και ιδεολογικούς τους αντιπάλους ως «λαϊκιστές», αφού αυτός τούτος ο όρος «λαϊκισμός» χτίζεται πάνω σε μια ανύπαρκτη οντότητα, το «λαό». Ως εκ τούτου, ο όρος αυτός είναι εννοιολογικά αδόκιμος!
Ομολογώ ότι το άρθρο αυτό – στο βαθμό που το αποκωδικοποίησα σωστά – με προβλημάτισε. Θεωρούσα πάντα τον λαϊκισμό ως μια δεδομένη και αυτονόητα υπαρκτή πολιτική συμπεριφορά που, κάποιες φορές, δίνει στο πολιτικό σκηνικό μια αληθινά αποκρουστική όψη! Την ύπαρξή του, εξάλλου, πιστοποιούν και τα συχνά καταστροφικά αποτελέσματά του (αναφέρω, ενδεικτικά, την εθνική συμφορά του 1897, όπως και την ολέθρια επίδραση της χιτλερικής ρητορείας στο γερμανικό λαό, με ό,τι αυτή επέφερε).
Χωρίς την παραμικρή πρόθεση να αντιδικήσω με έναν ιδιαίτερα αξιόλογο κι αγαπητό ακαδημαϊκό δάσκαλο, και κυρίως, χωρίς να διεκδικώ το αλάθητο, αισθάνομαι την ανάγκη να υπερασπιστώ την απόφασή μου να εξακολουθήσω να τοποθετούμαι ενάντια στον λαϊκισμό, δεχόμενος, αυτονόητα, τόσο ότι το φαινόμενο αυτό είναι υπαρκτό με τη σημασία που συνήθως του αποδίδεται, όσο και ότι η χρήση του σχετικού όρου είναι δόκιμη. Και η αυτο-υπεράσπισή μου με οδηγεί, αναγκαία, στην αναζήτηση αντίρροπης επιχειρηματολογίας σε σχέση με αυτή που εκτέθηκε πιο πάνω.
Στους μαθητές μου επιχειρώ, συχνά, να εξηγήσω δύσκολες έννοιες της Φυσικής χρησιμοποιώντας μεταφορές από την καθημερινή ζωή. Εδώ θα κάνω το αντίθετο: θα χρησιμοποιήσω μια μεταφορά από τη Φυσική για να εξηγήσω το λόγο για τον οποίο, ως κοινωνικός και πολιτικός όρος, η λέξη «λαός» ίσως και να μην είναι, τελικά, για πέταμα! Τουλάχιστον, όχι για τους λόγους που προβάλλονται στο άρθρο στο οποίο εκτενώς αναφερθήκαμε…
Όπως είναι σε όλους γνωστό, στην Ατομική Φυσική περιγράφουμε το άτομο ως μια δομή αποτελούμενη από έναν θετικά φορτισμένο πυρήνα και, πέριξ αυτού, ένα σύνολο από ολοένα κινούμενα, αρνητικά φορτισμένα ηλεκτρόνια. Ένα κεντρικό πρόβλημα, για την επίλυση του οποίου χρειάζεται να επιστρατευτεί ο «βαρύς οπλισμός» της κβαντικής θεωρίας, είναι ο υπολογισμός της ολικής ενέργειας του ατόμου. Αν τα ηλεκτρόνια δεν αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους, η λύση θα ήταν απλή: δεν θα ‘χαμε παρά να αθροίσουμε τις ενέργειες του κάθε ηλεκτρονίου χωριστά! Πράγματι, η ενέργεια του καθενός απ’ αυτά θα ήταν καλά καθορισμένη (οφειλόμενη μόνο στην έλξη του πυρήνα) και δεν θα εξαρτιόταν από τις ενέργειες των υπολοίπων.
Στην πραγματικότητα, η κατάσταση δεν είναι τόσο απλή. Λόγω της αλληλεπίδρασης των ηλεκτρονίων, είναι αδύνατο να τα αντιμετωπίσει κανείς ως ξεχωριστές οντότητες κι έτσι να αθροίσει, ελαφρά τη συνειδήσει, τις ενέργειές τους ώστε να βρει την ολική ενέργεια του ατόμου. Τα ηλεκτρόνια θα πρέπει να αντιμετωπιστούν εξαρχής ως ενιαίο σύστημα, κι αυτό ακριβώς κάνει η Κβαντομηχανική για να δώσει (προσεγγιστικές, έστω) λύσεις στο πρόβλημα.
Αν η δια της Φυσικής προτεινόμενη αλληγορία είναι σωστή, κάτι ανάλογο μπορεί να ειπωθεί για τις πολιτικές συνειδήσεις των ψηφοφόρων. Πόσο ανεξάρτητες μπορούν να θεωρούνται μεταξύ τους; Είναι δυνατό να ορίσουμε μια «ολική κοινωνική συνείδηση» – εκφραζόμενη ποσοτικά δια του αποτελέσματος των εκλογών – με τρόπο γραμμικό, ως απλό άθροισμα απόλυτα στεγανοποιημένων, εξατομικευμένων πολιτικών συνειδήσεων, μη υποκείμενων σε οιουσδήποτε αλληλοεπηρεασμούς;
Η προσωπική μου απάντηση στα παραπάνω ρητορικά ερωτήματα είναι σαφώς αρνητική! Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι τα κίνητρα του κάθε ψηφοφόρου είναι κατά βάση ιδιοτελή, η διαμόρφωση της πολιτικής του συνείδησης (άρα και η ίδια η εκ μέρους του αντίληψη της ιδιοτέλειας) λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα ή περισσότερα κοινωνικά σύνολα (οικογένεια, κοινωνική ή/και επαγγελματική τάξη, φιλικές και άλλες προσωπικές σχέσεις, κλπ.) με τα οποία, σε κάποιο βαθμό, αισθάνεται ταυτισμένος. Κι εκεί, ένα μέρος, τουλάχιστον, από τη συνειδησιακή του εξατομίκευση, μοιραία – και ίσως ασυναίσθητα – θυσιάζεται στο βωμό της συλλογικότητας.
Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό οποιασδήποτε κοινωνίας είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της (“no man is an island”, είχε πει ο John Donne!). Κι αυτό που, ενίοτε με μια δόση (υποκρυπτόμενης ή μη) απαξίωσης, αναφέρεται συλλογικά ως «λαός», δεν είναι παρά μια σύνθεση πολιτικών συνειδήσεων που υπόκεινται σε αλληλοεπηρεασμούς. Αυτόν ακριβώς τον μηχανισμό αλληλεξάρτησης εκμεταλλεύτηκαν προς όφελός τους οι μεγάλοι δημαγωγοί της Ιστορίας για να χειραγωγήσουν ολόκληρα έθνη!
Αν κάτι «απαλύνει» κάπως τη δαιμονική εικόνα των τελευταίων, είναι το αδιαμφισβήτητο πολιτικό τους χάρισμα (εδώ δεν θα εξαιρέσω ακόμα και τον ίδιο το Χίτλερ!). Ελλείποντος του χαρίσματος, αυτό που απομένει είναι τα σκιάχτρα των λαϊκιστών της σύγχρονης πολιτικής σκηνής. Εντός ή εκτός συνόρων, στο ένα ή στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος…
Είναι, άραγε, ουτοπική η ιδέα μιας κοινωνίας απόλυτα ανεξάρτητων πολιτικών συνειδήσεων, πάνω στην οποία (κοινωνία) θα ήταν αδύνατη η εφαρμογή οποιωνδήποτε λαϊκιστικών μεθοδεύσεων; Πιστεύω πως ναι! Μια τέτοια «ιδανική» κοινωνία θα προϋπέθετε την ύπαρξη ατόμων απαλλαγμένων από κάθε είδους ανθρώπινες αδυναμίες, ακόμα κι από το ίδιο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Και είναι τέτοιες «αδυναμίες» που καθιστούν αναγκαίο το αίσθημα της συλλογικότητας που χαρακτηρίζει μια πραγματική κοινωνία!
Οι κοινωνίες θα είναι, λοιπόν, πάντα εκτεθειμένες σε λαϊκιστικές επιδράσεις από κάθε λογής «καθοδηγητές»; Η απάντηση είναι, φοβούμαι, προφανής… Το μόνο αντίδοτο είναι η ανάπτυξη κριτικής σκέψης, που ξεκινάει από την ίδια την εκπαίδευση. Μιας σκέψης που να οδηγεί, κατά το δυνατόν, σε αυτονόμηση των συνειδήσεων δίχως να καταργεί, εν τούτοις, το αίσθημα της συλλογικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης!
Οδηγούμαστε, έτσι, στο πολιτικά ηθικό συμπέρασμα ότι, ο μόνος έγκυρος κι αποδεκτός καθοδηγητής της κοινωνίας είναι ο δάσκαλος. Και, με φωτισμένους δασκάλους να μας δείχνουν το δρόμο, ίσως τελικά υπάρχει ελπίδα…!
Ευχαριστίες: Ευχαριστώ την Ελένη Αθανασούλη και τη Θάλια Χρόνη για χρήσιμες παρεμβάσεις που οδήγησαν σε σημαντικές βελτιώσεις του κειμένου.