Καταρχήν, μια προσωπική εξομολόγηση: Η ακροτελεύτια λέξη του τίτλου είναι προϊόν εσωτερικού συμβιβασμού του γράφοντος, προκειμένου να μην «κοπεί» το άρθρο από τους λογοκριτικούς μηχανισμούς του «Βήματος» λόγω χρήσης... άσεμνων όρων!
Προχωρούμε στο θέμα μας. Οι πολίτες αυτής της δύσμοιρης, ατάκτως καταβυθιζόμενης χώρας, εκτός από την αγωνία για την ίδια τους την επιβίωση, έχουν να αντιμετωπίσουν και την αναλγησία των συντεχνιών του δημοσίου, οι οποίες χρόνια τώρα χρησιμοποιούν την ταλαιπωρία των (μη-προνομιούχων, κυρίως) πολιτών ως διαπραγματευτικό μέσο είτε για την επαύξηση (παλιότερα), είτε για την διατήρηση (τώρα) των κεκτημένων τους. Ιδιαίτερα σκληρές, λόγω της κοινωνικής ιδιαιτερότητας της φύσης της εργασίας τους, είναι οι συντεχνίες που σχετίζονται με τα μέσα μαζικής μεταφοράς (ΜΜΜ), την υγεία, την δημοτική καθαριότητα, και την παροχή της ηλεκτρικής ενέργειας.
Αναρωτιόμαστε συχνά γιατί ο κρατικός Οργανισμός των ΜΜΜ (ΟΑΣΑ) αντιμετωπίζει με τόσο εκνευριστική απάθεια την ταλαιπωρία των Αθηναίων από τις συνεχόμενες απεργίες στα μέσα μεταφοράς. Την απορία μού έλυσε μια πρωινή εκπομπή που άκουσα πέρυσι στο ραδιόφωνο, στην οποία είχε αναφερθεί, μεταξύ άλλων, και μια πολύ λογική κίνηση του «Συνηγόρου του Καταναλωτή»: Είχε ζητήσει από τον ΟΑΣΑ να παρατείνει την ισχύ των καρτών απεριορίστων διαδρομών για χρονική διάρκεια ίση με εκείνη των απεργιών, ή εναλλακτικά, να χορηγεί αντίστοιχη έκπτωση στην επόμενη ανανέωση της κάρτας.
Το πιο σημαντικό κομμάτι της ραδιοφωνικής επιμόρφωσής μου, όμως, συνίστατο στο εξής: Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι ο ΟΑΣΑ έχει σημαντικές απώλειες από τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Τα έσοδα του Οργανισμού προέρχονται κατά κύριο λόγο από τις ήδη προπληρωμένες κάρτες (μηνιαίες ή ετήσιες). Τις μέρες των απεργιών, όπως είναι φυσικό, δεν πληρώνονται οι εργαζόμενοι, ενώ μηδενίζεται και το κόστος κατανάλωσης καυσίμων. Έτσι, για να το πούμε απλά, είναι θεωρητικά δυνατό ο Οργανισμός να έχει ακόμα και κέρδος από τις απεργίες! Δεν πρέπει, λοιπόν, να μας φαίνεται περίεργη η εκνευριστικά –επαναλαμβάνω- παθητική στάση του απέναντι στην ταλαιπωρία του επιβατικού κοινού.
Οι πολίτες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αντιλαμβάνονται την δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας και υφίστανται αιματηρές θυσίες προκειμένου να συμβάλουν στην υπέρβασή της, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του. Αυτό όμως πόρρω απέχει από το να δέχονται να τους ληστεύει το ίδιο το κράτος! Θυμάμαι ένα παλιό ανέκδοτο, όπου ένας φαντάρος παραπονέθηκε πως βρήκε χώμα μέσα στο συσσίτιό του. Στην παρατήρηση του λοχία ότι αποστολή του φαντάρου ήταν να υπηρετεί την πατρίδα του και όχι να γκρινιάζει, ο φαντάρος απάντησε πως δέχεται μεν να την υπηρετεί, όχι όμως και να την τρώει!
Θα θέλαμε, λοιπόν, να επαναφέρουμε στο τραπέζι των συζητήσεων την άκρως ορθολογική περσινή πρωτοβουλία του «Συνηγόρου του Καταναλωτή». Αν μη τι άλλο, θα έδινε μια κάποια ψυχολογική, τουλάχιστον, ανακούφιση σε όσους –όπως ο γράφων- θεωρούν το ερώτημα που θέτει ο τίτλος του άρθρου ως ρητορικό!
**Το άρθρο το είχα δημοσιεύσει στην «Ελευθεροτυπία» πριν ένα χρόνο. Μια και παραμένει επίκαιρο, σκέφτηκα να το παρουσιάσω (με μικρές επικαιροποιήσεις) στους αναγνώστες του «Βήματος». Στο αγωνιώδες ερώτημα του τίτλου, εν τω μεταξύ, έχω ήδη δώσει καταφατική –δυστυχώς- απάντηση...
ΤΟ ΒΗΜΑ