Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία για τις κάμερες μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας. Και, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτό τον τόπο, τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για το ζήτημα έσπευσαν να υιοθετήσουν, αντίστοιχα, τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας. Το ένα επικαλείται «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα των μαθητών», ενώ οι υποστηρικτές του άλλου επιδίδονται καθημερινά στα social media στις συνήθεις, καθολικά αφοριστικές ρητορείες περί «τεμπέληδων και άχρηστων εκπαιδευτικών που φοβούνται την αξιολόγηση».
Προσπερνώντας τα αλληλοφαγώματα του δικομματικού συστήματος σε έναν ευαίσθητο χώρο όπως η Παιδεία, θα θέλαμε σε αυτό το σύντομο σημείωμα να επισημάνουμε κάποιες λεπτές υφές του ζητήματος, χωρίς να ισχυριζόμαστε, ασφαλώς, ότι οι σκέψεις που ακολουθούν συνιστούν επαναστατικές τομές ή χαρακτηρίζονται από εξαιρετική πρωτοτυπία (έχουν άλλωστε ήδη γραφεί και ακουστεί πάρα πολλά…).
Σαν βάση συζήτησης, θα διακρίνουμε δύο είδη διδασκαλίας:
1. Την διαδραστική (interactive) διδασκαλία, όπου ο διδάσκων αλληλεπιδρά με τον διδασκόμενο. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο στην Πρωτοβάθμια, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο δάσκαλος κάνει διάλογο με τους μαθητές, τους απευθύνει ερωτήσεις και σχολιάζει ανοιχτά τις απαντήσεις τους. Συχνά ασκεί παράλληλα και αυστηρή κριτική στις συμπεριφορές τους.
(Σημειώνω εδώ ότι διαδραστική διδασκαλία είναι δυνατό να εφαρμοστεί και σε ολιγομελή πανεπιστημιακά τμήματα, κυρίως μεταπτυχιακού επιπέδου. Είναι ίσως ο πιο γόνιμος τρόπος να διδάσκει κάποιος στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση!)
2. Την ρητορική διδασκαλία, όπου ο διδάσκων κάνει μία προετοιμασμένη παρουσίαση (διάλεξη) σε ένα πιο ώριμο κοινό, το οποίο καταγράφει και αργότερα επεξεργάζεται περαιτέρω τα δεδομένα που του εκτέθηκαν. Ο «διάλογος» μεταξύ διδάσκοντος και διδασκομένων περιορίζεται σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, κυρίως μετά το τέλος (και λιγότερο συχνά κατά τη διάρκεια) της παρουσίασης. Αυτού του είδους τη διδασκαλία συναντούμε στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων και, γενικά, σε αίθουσες ακαδημαϊκών διαλέξεων.
Η διαδραστική διδασκαλία είναι μάθηση «εν τω γεννάσθαι». Είναι μία δημιουργική διαδικασία που περιέχει ως θεμελιώδη δομικά στοιχεία την προσπάθεια, το λάθος, και την εκ νέου προσπάθεια έως την επίτευξη του επιθυμητού μαθησιακού και συμπεριφορικού στόχου. Όμως, το δικαίωμα στο λάθος (απαραίτητο συστατικό της παιδαγωγικής διαδικασίας) προϋποθέτει το αίσθημα ασφάλειας που παρέχει η προστασία του από κάθε εξωτερική παρατήρηση και καταγραφή. Σε απουσία αυτού του αισθήματος, το παιδαγωγικά ωφέλιμο λάθος θα κινδυνεύει να υποκαθίσταται από δισταγμό, αυτοσυγκράτηση και ανούσια επιτήδευση…
Η ρητορική διδασκαλία, από την άλλη μεριά, όχι μόνο δεν υπόκειται στους ηθικούς και παιδαγωγικούς περιορισμούς της έξωθεν παρατήρησης αλλά, συχνά, την παρατήρηση αυτή την επιζητά και την καλοδέχεται. Είναι φανερή, λ.χ., η «ερωτική» σχέση που είχε ο Δ. Λιαντίνης με την κάμερα που κατέγραφε τις διαλέξεις του, τα videos των οποίων έχουν ευτυχώς σωθεί και αναρτηθεί στο Διαδίκτυο. Και πολλά έχω αποκομίσει ο ίδιος ως παιδαγωγός παρακολουθώντας στο YouTube διαλέξεις καθηγητών Φυσικής σε αμερικανικά πανεπιστήμια όπως το MIT.
Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε είναι ότι η κάμερα βιντεοσκόπησης θα μπορούσε να είναι παιδαγωγικά χρήσιμη σε μία ρητορικού τύπου διδασκαλία, αλλά η παρουσία της σε μία διαδραστική εκπαίδευση απαιτεί προσεκτικότερη εξέταση. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της κάμερας στην αίθουσα διδασκαλίας δεν προσφέρεται ως εύκολο αντικείμενο κομματικών διενέξεων, ούτε ως (μία ακόμα) αφορμή εκφοράς κοινότοπης πολιτικής ρητορείας.
Σε ό,τι αφορά τις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, έχει διατυπωθεί και η πρόταση δημιουργίας βιντεοσκοπημένων παρουσιάσεων των μαθημάτων από εκπαιδευτικούς, σε χώρους έξω από τις αίθουσες διδασκαλίας (ή εντός, χωρίς την παρουσία μαθητών). Ακούγεται καλή ιδέα, ας την έχει υπόψη το αρμόδιο Υπουργείο…
ΤΟ ΒΗΜΑ