Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ - Μουσική κρυπτογραφία και μινιμαλισμός στην "Πέμπτη Συμφωνία"

Λίγες σκέψεις για ένα μουσικό έργο που περιέχει πολύ περισσότερα από ένα δημοφιλές μουσικό μοτίβο...


Έτος Μπετόβεν το 2020, με την συμπλήρωση 250 χρόνων από την γέννηση του μεγάλου μουσικού. Έτσι, ένα μικρό μουσικολογικό αφιέρωμα είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε αυτόν...

Ο Τιτάνας έγραψε εννέα συμφωνίες. Πολλοί θεωρούν, ίσως όχι άδικα, ως κορυφαία την τελευταία του, την Ένατη. Ήταν αυτή, άλλωστε, που άνοιξε το δρόμο στον Σούμπερτ, τον Μπραμς, τον Μπρούκνερ, τον Βάγκνερ, τον Μάλερ, ακόμα και τον Σοστακόβιτς.

Κάποια άλλη συμφωνία του, η Πέμπτη, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής λόγω του χαρακτηριστικού εναρκτήριου θέματός της. Ένα θέμα κατά βάση ρυθμικό (όχι μελωδικό) που θα το κωδικοποιούσαμε με την έκφραση «3-1». Δηλαδή, ένα γκρουπ από τρεις νότες (ή, αν προτιμάτε, τρία χτυπήματα) ακολουθούμενο από μία τέταρτη (ίδιας ή μεγαλύτερης διάρκειας) η οποία τονίζεται κάπως, έτσι ώστε να ξεχωρίζει από τις άλλες τρεις:

«παμ-παμ-παμ-ΠΟΜ» ή «παμ-παμ-παμ-ΠΟΟΟΜ»

Αυτό που είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσει κάποιος σε πρώτο άκουσμα είναι ότι η Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα αριστούργημα μινιμαλιστικής κυκλικής γραφής! Θα τολμούσα να πω, μία σχεδόν μονοθεματική συμφωνία όπου το θέμα, δίκην έμμονης ιδέας (για να θυμηθούμε τον Μπερλιόζ) επαναλαμβάνεται σε όλη την έκταση του έργου. «Μα, όχι», ίσως πει ο αναγνώστης, «το θέμα ακούγεται μόνο στο πρώτο μέρος και – κάπως παραλλαγμένο – στο σκέρτσο, πριν το φινάλε!»

Απαιτούνται πολλές, πάρα πολλές ακροάσεις της «Πέμπτης» για να εντοπίσει κανείς όλες τις παρουσίες αυτού του δαιμονικού «3-1» θέματος, που εμφανίζεται με όλες τις δυνατές του μεταμφιέσεις σε κάθε μέρος, σε κάθε απόσπασμα της φοβερής συμφωνίας. Ακόμα κι εκεί, όμως, που δεν ακούγεται στην κυριολεξία, ο ακροατής το «ακούει» ως αφαίρεση, προβάλλοντάς το ο ίδιος, σχεδόν ασυνείδητα, μέσα από το περιρρέον ορχηστρικό περιβάλλον.

Πολλοί μουσικολόγοι έχουν αμφισβητήσει αυτή την σχεδόν μεταφυσική διάσταση της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν, με τον ισχυρισμό ότι το βασικό ρυθμικό θέμα της είναι μάλλον κοινότοπο και ακούγεται σε πολλά μουσικά έργα (αναφέρω, ενδεικτικά, το γνωστό γαμήλιο εμβατήριο του Μέντελσον, την Τέταρτη Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι, καθώς και την Πέμπτη Συμφωνία του Μάλερ). Προσωπικά πιστεύω ότι οι αναλυτές διστάζουν κατά βάθος να αναγνωρίσουν μία πολύ ιδιαίτερη αρετή σε κάποιο έργο του Μπετόβεν, η οποία θα έδινε στο έργο αυτό ένα μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με την ιερή Ένατη Συμφωνία!

Με την μινιμαλιστική γραφή του στην Πέμπτη Συμφωνία, ο Μπετόβεν διδάσκει την τέχνη της μουσικής κρυπτογραφίας. Άνοιξε έτσι τον δρόμο για τις θεματικές μεταμορφώσεις του Λιστ, του Βάγκνερ (τα περίφημα Leitmotiv), του Φρανκ, του Τσαϊκόφσκι, του Στράους (του Ρίχαρντ, φυσικά), ακόμα και του Ραχμάνινοφ.

Η περίπτωση του Τσαϊκόφσκι αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Χτίζει την όπερα «Ντάμα Πίκα» πάνω σε τρία μόλις βασικά θέματα (Leitmotiv), τα οποία όμως μετασχηματίζονται κατά τρόπο ιδιοφυή κατά τη διάρκεια του έργου, σε αντιστοιχία με τον μετασχηματισμό των χαρακτήρων του δράματος (το φινάλε της δεύτερης πράξης είναι ένας μουσικός χαρακτηρισμός της διχασμένης προσωπικότητας). Από μία διαφορετική άποψη, η μουσική κρυπτογραφία ήταν υπαρξιακή ανάγκη για τον Τσαϊκόφσκι, αφού μόνο μέσω των κωδικοποιημένων μηνυμάτων που πρόσφερε μπορούσε ο συνθέτης να εκφράσει ελεύθερα πτυχές της προσωπικότητάς του με τις οποίες δεν ήταν συμφιλιωμένος (και, κατά μία εκδοχή, οδήγησαν στην αυτοκτονία του).

Σημειώνουμε, τέλος, ότι ο μινιμαλισμός του Μπετόβεν στην «Πέμπτη» βασίζεται σε συνεχή μετασχηματισμό μίας πολύ απλής θεμελιώδους ιδέας, και κατά τούτο διαφέρει από τον επαναληπτικό μινιμαλισμό που αναπτύχθηκε κατά τον εικοστό αιώνα (βλ., π.χ., https://www.academia.edu/3490009/REPETITIVE_MINIMALISM_A_HISTORICAL_STYLE_OR_A_PERSPECTIVE_IN_MUSIC). Είναι, θα λέγαμε, μία εμμονική αναζήτηση ψυχικής λύτρωσης που δεν βρίσκει δικαίωση παρά μόνο στις τελευταίες νότες του θριαμβευτικού φινάλε της συμφωνίας.

Χωρίς, λοιπόν, να αμφισβητούμε κατ' ελάχιστον την σημασία της Ένατης Συμφωνίας του Μπετόβεν για την μετέπειτα εξέλιξη της Μουσικής, πιστεύουμε ότι η Πέμπτη Συμφωνία αξίζει να εκτιμηθεί περισσότερο για την επαναστατική πρωτοτυπία της και λιγότερο για την αναμφισβήτητη δημοφιλία της. Ή, τουλάχιστον, όχι απλά και μόνο γι' αυτήν...


ΤΟ ΒΗΜΑ

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ρατσισμός και εγκληματικότητα

Η δυσδιάκριτη ρατσιστική διάσταση στην εγκληματικότητα, και οι επιλεκτικές ευαισθησίες μιας κοινωνίας...


«Άγιοι Θεόδωροι: Ανθρωποκυνηγητό για τους ληστές που σκότωσαν ηλικιωμένη» (ΤΟ ΒΗΜΑ, 8-12-2019)

Ένα ακόμα ηλικιωμένο άτομο, θύμα αδίστακτων κακοποιών. Απλά, ο τελευταίος κρίκος - μέχρι νεωτέρας - σε μια ατέλειωτη αλυσίδα περιστατικών βίας εις βάρος ανθρώπων με μειωμένες φυσικές δυνατότητες αντίστασης. Ερώτηση: Όσο φρικτό κι αν είναι το φαινόμενο, έχει θέση στις γραμμές ενός κειμένου με θέμα τον ρατσισμό; Ισχυριζόμαστε πως έχει. Και όχι μόνο για τον λόγο ότι οι δράστες εγκληματικών πράξεων συχνά (πολύ συχνά, δυστυχώς) ανήκουν σε ομάδες που απολαμβάνουν την προστασία αντιρατσιστικών νόμων...

Ας ξεκινήσουμε επισημαίνοντας ότι, αυτονόητα, το κατά πόσον μία πράξη ή συμπεριφορά είναι ή όχι ρατσιστική εξαρτάται από το πώς ορίζει κάποιος αυτή τούτη την έννοια του ρατσισμού. Τον δικό μας ορισμό είχαμε καταθέσει σε παλιότερα κείμενα [1,2] και με βάση αυτόν θα αναπτύξουμε τις ιδέες μας στο παρόν.

Σε συμφωνία με τον γενικό ορισμό που έχουμε προτείνει, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ρατσιστική συμπεριφορά την αυθαίρετη τάση κάποιου να κατωτεροποιεί λόγω ή/και έργω κάποιον άλλον με βάση μία ιδιότητα την οποία ο δεύτερος φέρει ακούσια και η οποία δεν συνιστά ανασταλτικό υπαρξιακό παράγοντα (π.χ., απειλή) για τον πρώτο.

Κλασικό παράδειγμα ρατσιστικής πολιτικής ήταν οι διώξεις των Εβραίων από τους Ναζί, δεδομένου ότι η εβραϊκή ιδιότητα δεν αποτελεί επιλεγμένο (εκούσιο) χαρακτηριστικό, όπως επίσης και δεν συνιστά καθ’ οιονδήποτε τρόπο απειλή για μία κοινωνία. Από την άλλη, τα προληπτικά περιοριστικά μέτρα για άτομα που φέρουν επικίνδυνη επιδημική νόσο δεν συνιστούν ρατσιστική πολιτική αφού μία συγκεκριμένη ιδιότητα των ατόμων αυτών, αν και μη επιλεγμένη, αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ολόκληρη την κοινωνία.

Όπως οδυνηρά μας δίδαξε η Ιστορία, ο ρατσισμός ενίοτε οδηγεί σε μαζικά εγκλήματα. Το ναζιστικό Ολοκαύτωμα των 6 εκατομμυρίων είναι, ασφαλώς, κορυφαίο παράδειγμα. Το ίδιο και η προηγηθείσα εξόντωση ατόμων με σωματικές ή διανοητικές αναπηρίες. Και, πίσω από το καταρχήν ιδεολογικό υπόβαθρο των εγκλημάτων διακρίνει κανείς συχνά την κυνική όψη της ιδιοτελούς σκοπιμότητας, αφού σε πολλές περιπτώσεις οι Ναζί έσπευσαν να υφαρπάξουν τις περιουσίες και τις δουλειές εκείνων που στάλθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου. Ακόμα και τα μαλλιά και τα χρυσά δόντια των δολοφονημένων στο Άουσβιτς αξιοποιήθηκαν προς όφελος της γερμανικής οικονομίας!

Σήμερα, στο άκουσμα της λέξης «ρατσισμός» τείνουμε να παραπεμπόμαστε όλο και λιγότερο στα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Και αυτή την ιστορική αμνησία έχει ήδη αρχίσει να πληρώνει η Ευρώπη με την ανησυχητική άνοδο του νεοναζισμού. Σε αυτό έχει συμβάλει τα μέγιστα η εννοιολογική σύγχυση που επικρατεί πάνω στον ρατσισμό, τον οποίο πολλοί (ακόμα και έγκριτοι κοινωνικοί αναλυτές) συγχέουν με την ξενοφοβία [3]. Η τελευταία, εν τούτοις, είναι μία εντελώς διακριτή έννοια που σχετίζεται κυρίως με τις αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών για τις παρενέργειες που έχει επιφέρει η ανεξέλεγκτη μετανάστευση. Αν και ενίοτε συνυπάρχει στην πράξη με τον ρατσισμό, η ξενοφοβία δεν θα πρέπει να θεωρείται ταυτόσημη με αυτόν.

Οι Ναζί, λοιπόν, κινούμενοι ιδεολογικά κάπου ανάμεσα στον Δαρβίνο και τον Νίτσε (όπως τουλάχιστον εκείνοι τον ερμήνευσαν) αποπειράθηκαν να εξοντώσουν όσους αυθαίρετα θεώρησαν ως «κατώτερους» και, σε πολλές περιπτώσεις, χρησιμοποίησαν αυτή την υποτιθέμενη «κατωτερότητα» των θυμάτων τους ως ηθικό άλλοθι για να εκμεταλλευτούν την εργασία τους και να ιδιοποιηθούν τα υπάρχοντά τους. Σύμφωνα με την διαστροφική λογική τους, ο δυνατότερος στην άσκηση βίας – ο παντοδύναμος «Άριος» – έχει δικαίωμα ζωής, θανάτου, εκμετάλλευσης και υπεξαίρεσης πάνω στον αδύνατο...

Σήμερα, σε μία κοινωνία που στο μεγαλύτερο μέρος της δηλώνει αντιρατσιστική και, παράλληλα, εμφανίζεται αρκετά ανεκτική απέναντι σε ιδεολογικές τάσεις που οραματίζονται μια χώρα χωρίς μέσα καταστολής και δίχως κελιά φυλακών – ίσως ακόμα και χωρίς νόμους (το σλόγκαν «νόμος και τάξη» ακούγεται σχεδόν πάντα με ειρωνική διάθεση) – τείνουμε να εμφανίσουμε ηθική και ψυχική απάθεια (θα έλεγα, ανοσία) απέναντι στο ολοένα κλιμακούμενο φαινόμενο της εγκληματικότητας. Και δεν αναφέρομαι καν σε μικροκλοπές ή, έστω, αναίμακτες μικρο-διαρρήξεις αλλά σε φρικιαστικά εγκλήματα απερίγραπτης αγριότητας απέναντι, κυρίως, σε ανήμπορους ανθρώπους, συνήθως ηλικιωμένους. Μία τέτοια περίπτωση είχαμε εξιστορήσει σε παλιότερο κείμενο [4], αποτελεί όμως σταγόνα στον ωκεανό της βίας.

Αν, εν τούτοις, αναλύσει κάποιος την ηθική βάση του δολοφονικού ρατσισμού, η οποία συνοψίζεται στο δόγμα «ο αδύναμος είναι άξιος να αφανιστεί προς όφελος του ισχυρού», θα διαπιστώσει ότι ελάχιστα διαφέρει η βία των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου ενάντια σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, από εκείνη μιας συμμορίας σκληρών κακοποιών που εισβάλλουν στο σπίτι ενός ηλικιωμένου και, δίχως την παραμικρή ηθική αναστολή, τον βασανίζουν απάνθρωπα, έως και τον δολοφονούν με τρόπο κτηνώδη, για να του αποσπάσουν λίγα χρήματα που πιθανώς έχει φυλαγμένα.

Οδηγούμαστε, έτσι, στο παρακάτω οξύμωρο: Εκείνοι που – θεωρητικά τουλάχιστον – αντιμάχονται την ρατσιστική βία, επιδεικνύουν ταυτόχρονα υπέρμετρη ευαισθησία και κατανόηση για όλους αδιακρίτως τους εκτίοντες ποινές για εγκλήματα που έχουν διαπράξει, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, και ζητούν την μέγιστη δυνατή επιείκεια της πολιτείας απέναντί τους. Τούτο, ασφαλώς, έχει τις αφετηρίες του στην καθολική δαιμονοποίηση των κρατικών μηχανισμών προστασίας του πολίτη, σύμφωνα με το ιδεοληπτικό δόγμα ότι χειρότερη κι απ’ το χειρότερο έγκλημα είναι η επιβολή του νόμου από τα όργανα και τους θεσμούς μιας ευνομούμενης πολιτείας!

Όσο και αν μεμφόμαστε τον άνθρωπο της γειτονιάς που με την ψήφο του συνέβαλε στην κοινοβουλευτική «κανονικοποίηση» των νεοφασιστών, θα πρέπει να αναλογιστούμε κατά πόσον η δημοκρατική πολιτεία, αλλά και όλοι όσοι ομνύουμε στα δημοκρατικά ιδεώδη, έχουμε επιδείξει την δέουσα κατανόηση στην ανάγκη του ανθρώπου αυτού να ξαναβρεί το αίσθημα ασφάλειας που εδώ και χρόνια έχει απολέσει λόγω της ολοένα αυξανόμενης εγκληματικότητας. Οι «προοδευτικές» ρητορείες που κατανοούν έως και δικαιολογούν τον θύτη – ιδίως αν πρόκειται για φιλοξενούμενο στη χώρα – το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να προσφέρουν πεδίο δόξης λαμπρό σε κάθε είδους αντιδημοκρατικές και ρατσιστικές δυνάμεις που με κάθε ευκαιρία εμφανίζονται πρόθυμες να υποκαταστήσουν την επίσημη πολιτεία στο θέμα της ασφάλειας των πολιτών. Μια πολιτεία που καταγγέλλεται ως «απάνθρωπη» και «αντιδημοκρατική» όταν απλά επιχειρεί να εφαρμόσει τον νόμο απέναντι στο έγκλημα αλλά και την αναρχία (αν και αυτό το δεύτερο ζήτημα είναι ξέχωρο από την παρούσα συζήτηση).

Και, πηγαίνοντας πιο μακριά στον χάρτη και πιο πίσω στον χρόνο, ας μην ξεχνούμε ποτέ το ιστορικό δίδαγμα ότι ο συνδυασμός εθνικής οικονομικής καταστροφής και ανεξέλεγκτης βίας κι ανομίας είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τις ανθρώπινες αξίες. Εκτός των άλλων, έφερε κάποτε στην εξουσία έναν παρανοϊκό δικτάτορα που εφάρμοσε τον ρατσισμό στην πιο αδιανόητη κι απάνθρωπη εκδοχή του!

Εν είδει επίκαιρου υστερόγραφου, θα θέλαμε να συμπληρώσουμε το εξής: Όταν το δόγμα «νόμος και τάξη» εξαιρεί εκείνους που ορίστηκαν να το υπηρετούν, το πολίτευμα κινδυνεύει σοβαρά. Και οι νοούντες, νοήτωσαν...

Αναφορές:

[1] Ρατσισμός: Εννοιολογική προσέγγιση μιας ετικέτας (https://www.tovima.gr/2013/02/25/opinions/ratsismos-ennoiologiki-proseggisi-mias-etiketas/)

[2] A conceptual approach to racism (https://www.tovima.gr/2014/03/07/international/a-conceptual-approach-to-racism/)

[3] Η ξενοφοβία στο μικροσκόπιο της κοινής λογικής (https://www.tovima.gr/2013/05/08/opinions/i-ksenofobia-sto-mikroskopio-tis-koinis-logikis/)

[4] Περί μοναξιάς (ή, τι είναι τελικά ρατσισμός;) (https://www.tovima.gr/2012/07/03/opinions/peri-monaksias-i-ti-einai-telika-ratsismos/)

ΤΟ ΒΗΜΑ