Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Ας χαλαρώσουμε λίγο με τον Γιάννη!


Θα μπορούσε να είναι υπόθεση παλιάς ελληνικής ταινίας με τον Κώστα Χατζηχρήστο:

Ο Θύμιος είναι ένας νέος που ζει σε ένα μικρό χωριό που δεν το πιάνει ο χάρτης (ας το ονομάσουμε, στην τύχη, «Θυμαριά» – καμία σχέση με ομώνυμες υπαρκτές τοποθεσίες). Από μικρός έδειξε πως έχει ταλέντο στη μπάλα. Έμαθε να παίζει κλωτσώντας φτηνά τόπια στις αλάνες και τα χωράφια, και έχει γίνει τώρα πια ο «σταρ» της τοπικής ερασιτεχνικής ποδοσφαιρικής ομάδας.

Κάποια μέρα, ένας ανιχνευτής ποδοσφαιρικών ταλέντων περνάει από το χωριό και ακούει για τον Θύμιο. Διαπιστώνει το ταλέντο του και – για να μην μακρηγορώ και κουράζω με λεπτομέρειες – τον παίρνει μαζί του στην Αθήνα όπου, σε λίγο καιρό, ο νεαρός βρίσκεται με δελτίο επαγγελματία ποδοσφαιριστή στην ΑΕΚ (παρεμπιπτόντως, ομάδα που αγαπούσε ο Κώστας Χατζηχρήστος). Σύντομα ξεχωρίζει με το ταλέντο του και βρίσκεται, πλέον, να βγάζει πολλά χρήματα από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Σε λίγο, ολόκληρη η οικογένειά του μετακομίζει από τη Θυμαριά στην Αθήνα.

Πίσω στη Θυμαριά, κάθε γκολ του Θύμιου γίνεται αφορμή να στηθούν γιορτές και πανηγύρια! Σε κάθε βάφτιση αρσενικού παιδιού, ο παπάς του χωριού δίνει στο τέλος την ευχή «να γίνει σπουδαίος σαν τον Θύμιο», ενώ οι μανάδες των ανύπαντρων κοριτσιών ονειρεύονται να τον κάνουν μια μέρα γαμπρό τους.

Η αγάπη του χωριού για τον Θύμιο δεν μετριάζεται ούτε όταν εκείνος αρνείται – με μάλλον άκομψο τρόπο – να βοηθήσει την τοπική ομάδα παίζοντας με αυτήν σε ένα-δύο κρίσιμα παιχνίδια για το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα. Επικαλείται το συμβόλαιό του με την ΑΕΚ, το οποίο δεν του επιτρέπει συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες εκτός συλλόγου. Είναι άλλωστε και ένας «μικρο-τραυματισμός» που τον ταλαιπωρεί αυτή την εποχή...

Ας βάλουμε, τώρα, το φανταστικό μας σενάριο σε μεγεθυντικό φακό κι ας μεγαλώσουμε τη Θυμαριά ώστε να γίνει ολόκληρη χώρα – π.χ., Ελλάδα. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι ο Έλληνας παικταράς «Θύμιος» στην πραγματικότητα λέγεται Γιάννης και παίζει μπάσκετ, ενώ στη θέση της ΑΕΚ, ομάδας της κοντινής μας Αθήνας, ας τοποθετήσουμε έναν μεγάλο μπασκετικό σύλλογο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.

Ο Γιάννης, λοιπόν, διαπρέπει (και πλουτίζει) στην Αμερική, πράγμα που όλοι εμείς πίσω στην Ελλάδα θεωρούμε ως λόγο εθνικής υπερηφάνειας. Τα «καρφώματα» του Γιάννη στο καλάθι προκαλούν παροξυσμούς εθνικού μεγαλείου στα media, ενώ στην εθνική φαντασία τα στατιστικά του προσθέτουν πόντους στο ανάστημα της χώρας ολόκληρης. Και κάθε φωτογράφισή του για τα ξένα περιοδικά φαντάζει σ’ εμάς σαν να φωτογραφίζεται ο ίδιος ο Παρθενώνας!

Παράλληλα, όμως, οι δεσμοί του Γιάννη με την Ελλάδα γίνονται ολοένα και πιο χαλαροί. Ιδίως εκεί που η Ελλάδα τον χρειάζεται περισσότερο: στην αγωνιστική ενίσχυση της εθνικής της ομάδας (είναι κι εκείνο το ανελαστικό συμβόλαιο με τους παλιο-Αμερικάνους, που δεν καταλαβαίνουν τίποτα από αγάπη για άλλες πατρίδες...). Χαρακτηριστική είναι η αμήχανα διπλωματική – πλην απόλυτα παρεμφατική για όσους θέλουν να καταλάβουν – απάντησή του, σε συνέντευξη που έδωσε σε ξένη εφημερίδα, στο ερώτημα για το πώς βλέπει το μέλλον του στην εθνική ομάδα της Ελλάδας:

«Θέλω να είμαι στην Εθνική, αλλά πρέπει να έχω στο μυαλό μου και τις προσδοκίες που υπάρχουν στις ΗΠΑ. Αυτή τη στιγμή σκέφτομαι άλλα πράγματα, αλλά σίγουρα δεν έχω πρόθεση να απουσιάσω.»

Βέβαια, τα ελληνικά media μίλησαν για μια υποτιθέμενη εμφατική δήλωσή του, σύμφωνα με την οποία θα ήθελε μελλοντικά (σε κάποια απροσδιόριστη χρονική στιγμή, προσθέτω εγώ) να βρεθεί και πάλι κοντά στην «Επίσημη Αγαπημένη». Των Ελλήνων φιλάθλων, εννοείται...

Το καταθέτω ως προσωπική θέση, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα κάνω γι’ αυτό μόνο εχθρούς: Με ενοχλεί αφάνταστα η μικρο-επαρχιώτικη τάση μας να θεωρούμε εθνική υπόθεση τις επιτυχίες ενός Έλληνα επαγγελματία αθλητή στο εξωτερικό. Ο Γιάννης δεν πήγε στην Αμερική για να δοξάσει την Ελλάδα, πήγε για να αξιοποιήσει προς δικό του όφελος το τεράστιο ταλέντο του. Και, ας μην κρυβόμαστε, θα αδικούσε πολύ τον εαυτό του αν έμενε εδώ, ακόμα κι αν έπαιζε στους κορυφαίους ελληνικούς συλλόγους!

Χαίρομαι αληθινά που ένας Έλληνας αθλητής κάνει μεγάλη καριέρα εκτός συνόρων, αλλά έως εκεί. Δεν τον αντιμετωπίζω ως εθνικό ήρωα, δεν αισθάνομαι ότι του χρωστώ ευγνωμοσύνη για όσα κατάφερε, κι ούτε προσμετρώ τα επιτεύγματά του στους λόγους που θα μπορούσαν να με κάνουν περισσότερο εθνικά υπερήφανο.

Θα με κάνει αληθινά υπερήφανο, εν τούτοις, αν κάποια μέρα οδηγήσει με το μοναδικό ταλέντο του την εθνική ομάδα μπάσκετ της χώρας μου σε μια μεγάλη διεθνή επιτυχία. Ως τότε, όμως, ας χαλαρώσουμε λιγάκι με τον Γιάννη. Στο κάτω-κάτω, όπως και να το δούμε, η Ελλάδα δεν είναι «Θυμαριά»!

Aixmi.gr

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ας γίνει, τελικά, η δημόσια τηλεόραση συνδρομητική!

Η τηλεόραση της ΕΡΤ υποτίθεται πως είναι κοινωνικό αγαθό (όχι απλά κρατικό, πολλώ δε μάλλον κομματικό). Ως τέτοιο, οφείλει να απευθύνεται σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, προσφέροντας σε αυτήν έγκυρη και αμερόληπτη ενημέρωση. Αντ’ αυτής – όπως καλά γνωρίζουν και οι πέτρες σ’ αυτή τη χώρα – η δημόσια τηλεόραση είναι διαχρονικό φερέφωνο της (εκάστοτε) εξουσίας και κέντρο κομματικής προπαγάνδας προς όφελος της (όποιας) κυβέρνησης.

Την ίδια στιγμή, η ΕΡΤ συντηρείται με χρήματα που καταβάλλουν υποχρεωτικά όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες, ακόμα κι εκείνοι που αισθάνονται ότι το συγκεκριμένο μέσο ενίοτε προσβάλλει βάναυσα τη νοημοσύνη τους!

Θα περίμενε κάποιος ότι σε θέματα, τουλάχιστον, που δεν άπτονται ευθέως της πολιτικής, η ΕΡΤ θα μπορούσε να επιδεικνύει κάποιο βαθμό αμεροληψίας και αντικειμενικότητας. Βέβαια, το «ευθέως» είναι σχετικό, αφού τα πάντα, τελικά, διαπλέκονται υπόγεια με την πολιτική και την επηρεάζουν. Εσχάτως, λοιπόν, στο κάδρο της διαπλοκής αυτής φαίνεται πως μπήκε και το ποδόσφαιρο. Διάχυτη είναι η εντύπωση στη φίλαθλη κοινή γνώμη ότι, ίσως λόγω των «φιλικών» σχέσεων της κυβέρνησης με ιδιοκτήτη μεγάλης ΠΑΕ, μία από τις ιστορικότερες αθλητικές (και όχι μόνο) εκπομπές της τηλεόρασης τείνει εν μέρει να θυμίζει παράρτημα του γραφείου δημοσίων σχέσεων της εν λόγω ΠΑΕ, προβάλλοντας κατά κόρον τα υποτιθέμενα «δίκια» της και επιχειρώντας εμφανώς να επηρεάσει ακόμα και εκκρεμούσες δικαστικές αποφάσεις...

Γενικά μιλώντας, ιδανική λύση για τα προβλήματα που προαναφέραμε θα ήταν η διαμόρφωση ενός αυστηρού θεσμικού πλαισίου που θα απέκλειε οριστικά τον έλεγχο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Επειδή, όμως, γνωρίζουμε πολύ καλά σε ποια χώρα κατοικούμε, η μόνη αντικειμενικά εφικτή, αλλά και δίκαιη προς τους πολίτες, λύση είναι η μετατροπή της δημόσιας τηλεόρασης σε συνδρομητική. Αυτό θα πρόσφερε στον κάθε πολίτη την διακριτική ευχέρεια της επιλογής για το αν θα χρηματοδοτεί ή όχι από το υστέρημά του την ΕΡΤ.

Αυτονόητα, οι αρνούμενοι την ένταξη στο αποκλειστικά συνδρομητικό πλαίσιο θα στερούνται το προνόμιο να μπορούν να βλέπουν το τηλεοπτικό πρόγραμμα της ΕΡΤ. Και, για να μην εκληφθεί αυτό ως φθηνός σαρκασμός, σπεύδω να επισημάνω ότι, εξαιρουμένης της πολιτικά μονόπλευρης και ελάχιστα αντικειμενικής ενημέρωσης που προσφέρει, η δημόσια τηλεόραση είναι το μόνο τηλεοπτικό μέσο όπου μπορεί κάποιος να δει ποιοτικές εκπομπές. Γιατί, κοιτώντας πιο πέρα, χορταίνει καθημερινά το μάτι από τηλε-σκουπίδια...

ΤΟ ΒΗΜΑ

Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Τα ανθρώπινα «αναλώσιμα» του πολέμου...


Σε ένα παλιό ντοκιμαντέρ του BBC ακούγεται μία από τις πιο εύστοχες επισημάνσεις – και πιο μεγάλες αλήθειες – σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο:

«Μετά την κατάταξή τους στους νέους μαζικούς στρατούς, (οι άνθρωποι) μετατρέπονται σε απλούς αριθμούς, σε έναν πόλεμο αριθμών.»

Ίσως η σύγκριση να είναι αδόκιμη, ακόμα κι ανόσια, όμως δύσκολα αποφεύγουμε τη σκέψη πως το ίδιο ακριβώς συνέβαινε κατά την είσοδο των κρατουμένων στο Άουσβιτς! Το είχαμε, άλλωστε, υπαινιχθεί στο (ενδεχομένως αιρετικό) ξεκίνημα του σχετικού άρθρου μας για τους «ενόχους» του Μεγάλου Πολέμου [1].

Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις ήταν μια τυχαία συνάντηση στο δρόμο με κάποιο φίλο. Φαινόταν προβληματισμένος και έφερε εμφανώς τα σημάδια της στενοχώριας:

– Είδες τι έγινε με το μιράζ που έπεσε στο Αιγαίο; Τι τραγικό πάλι αυτό που συνέβη!

Απάντησα πως ήταν πράγματι μια τραγωδία η απώλεια ενός τόσο νέου ανθρώπου την ώρα του καθήκοντος, ιδίως για την οικογένεια του ήρωα πιλότου.

– Δεν είναι μόνο ο πιλότος. Εγώ σκέφτομαι το αεροπλάνο και τα χρήματα που θα πρέπει να ξοδέψουμε για να το αντικαταστήσουμε!

Αλήθεια, πώς δεν το είχα σκεφτεί; Δεν είναι να χάνεις έτσι πολεμικά αεροπλάνα σε καιρούς οικονομικής κρίσης! Όσο για το ανθρώπινο δυναμικό, αυτό είναι ούτως ή άλλως αναλώσιμο...

Μια ανάλογη τοποθέτηση είχα ακούσει πριν πολλά χρόνια από απόστρατο ανώτατο αξιωματικό του Ναυτικού, ο οποίος με κυνικό πραγματισμό μού είχε ομολογήσει πως, σε καιρό πολέμου, το πιο σημαντικό είναι να μη χάσεις καράβια. Τα πληρώματα μπορούν πάντα να αντικατασταθούν.

Η ζωή του στρατιώτη, λοιπόν, είναι φθηνή. Το ίδιο όπως και η ζωή τού – επίσης υποαμειβόμενου – αστυνομικού, τον οποίο μπορεί κάποιος χωρίς ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες να μετατρέπει κατά βούληση σε στόχο για εξάσκηση ρίψεων εύφλεκτων υλικών κατά ανθρωπίνων στόχων.

Αν, τώρα, τολμήσεις να αρθρώσεις το αφελές επιχείρημα, «μα, δίνουν τη ζωή τους για να είμαστε εμείς ελεύθεροι και ασφαλείς», θα ακούσεις μια καλά πληρωμένη απάντηση:

– Ε, στο κάτω-κάτω, γι’ αυτό πληρώνονται!

Δεν θα κουράσω περισσότερο σήμερα...

[1] Κ. Παπαχρήστου, «Αναζητώντας ενόχους στον Μεγάλο Πόλεμο», Aixmi.gr, 24-4-2014 (http://www.aixmi.gr/index.php/anazhtwntenoxmegalpola/)

Aixmi.gr