Θα μπορούσε να είναι υπόθεση παλιάς ελληνικής ταινίας με τον Κώστα Χατζηχρήστο:
Ο Θύμιος είναι ένας νέος που ζει σε ένα μικρό χωριό που δεν το πιάνει ο χάρτης (ας το ονομάσουμε, στην τύχη, «Θυμαριά» – καμία σχέση με ομώνυμες υπαρκτές τοποθεσίες). Από μικρός έδειξε πως έχει ταλέντο στη μπάλα. Έμαθε να παίζει κλωτσώντας φτηνά τόπια στις αλάνες και τα χωράφια, και έχει γίνει τώρα πια ο «σταρ» της τοπικής ερασιτεχνικής ποδοσφαιρικής ομάδας.
Κάποια μέρα, ένας ανιχνευτής ποδοσφαιρικών ταλέντων περνάει από το χωριό και ακούει για τον Θύμιο. Διαπιστώνει το ταλέντο του και – για να μην μακρηγορώ και κουράζω με λεπτομέρειες – τον παίρνει μαζί του στην Αθήνα όπου, σε λίγο καιρό, ο νεαρός βρίσκεται με δελτίο επαγγελματία ποδοσφαιριστή στην ΑΕΚ (παρεμπιπτόντως, ομάδα που αγαπούσε ο Κώστας Χατζηχρήστος). Σύντομα ξεχωρίζει με το ταλέντο του και βρίσκεται, πλέον, να βγάζει πολλά χρήματα από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Σε λίγο, ολόκληρη η οικογένειά του μετακομίζει από τη Θυμαριά στην Αθήνα.
Πίσω στη Θυμαριά, κάθε γκολ του Θύμιου γίνεται αφορμή να στηθούν γιορτές και πανηγύρια! Σε κάθε βάφτιση αρσενικού παιδιού, ο παπάς του χωριού δίνει στο τέλος την ευχή «να γίνει σπουδαίος σαν τον Θύμιο», ενώ οι μανάδες των ανύπαντρων κοριτσιών ονειρεύονται να τον κάνουν μια μέρα γαμπρό τους.
Η αγάπη του χωριού για τον Θύμιο δεν μετριάζεται ούτε όταν εκείνος αρνείται – με μάλλον άκομψο τρόπο – να βοηθήσει την τοπική ομάδα παίζοντας με αυτήν σε ένα-δύο κρίσιμα παιχνίδια για το ερασιτεχνικό πρωτάθλημα. Επικαλείται το συμβόλαιό του με την ΑΕΚ, το οποίο δεν του επιτρέπει συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες εκτός συλλόγου. Είναι άλλωστε και ένας «μικρο-τραυματισμός» που τον ταλαιπωρεί αυτή την εποχή...
Ας βάλουμε, τώρα, το φανταστικό μας σενάριο σε μεγεθυντικό φακό κι ας μεγαλώσουμε τη Θυμαριά ώστε να γίνει ολόκληρη χώρα – π.χ., Ελλάδα. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι ο Έλληνας παικταράς «Θύμιος» στην πραγματικότητα λέγεται Γιάννης και παίζει μπάσκετ, ενώ στη θέση της ΑΕΚ, ομάδας της κοντινής μας Αθήνας, ας τοποθετήσουμε έναν μεγάλο μπασκετικό σύλλογο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Ο Γιάννης, λοιπόν, διαπρέπει (και πλουτίζει) στην Αμερική, πράγμα που όλοι εμείς πίσω στην Ελλάδα θεωρούμε ως λόγο εθνικής υπερηφάνειας. Τα «καρφώματα» του Γιάννη στο καλάθι προκαλούν παροξυσμούς εθνικού μεγαλείου στα media, ενώ στην εθνική φαντασία τα στατιστικά του προσθέτουν πόντους στο ανάστημα της χώρας ολόκληρης. Και κάθε φωτογράφισή του για τα ξένα περιοδικά φαντάζει σ’ εμάς σαν να φωτογραφίζεται ο ίδιος ο Παρθενώνας!
Παράλληλα, όμως, οι δεσμοί του Γιάννη με την Ελλάδα γίνονται ολοένα και πιο χαλαροί. Ιδίως εκεί που η Ελλάδα τον χρειάζεται περισσότερο: στην αγωνιστική ενίσχυση της εθνικής της ομάδας (είναι κι εκείνο το ανελαστικό συμβόλαιο με τους παλιο-Αμερικάνους, που δεν καταλαβαίνουν τίποτα από αγάπη για άλλες πατρίδες...). Χαρακτηριστική είναι η αμήχανα διπλωματική – πλην απόλυτα παρεμφατική για όσους θέλουν να καταλάβουν – απάντησή του, σε συνέντευξη που έδωσε σε ξένη εφημερίδα, στο ερώτημα για το πώς βλέπει το μέλλον του στην εθνική ομάδα της Ελλάδας:
«Θέλω να είμαι στην Εθνική, αλλά πρέπει να έχω στο μυαλό μου και τις προσδοκίες που υπάρχουν στις ΗΠΑ. Αυτή τη στιγμή σκέφτομαι άλλα πράγματα, αλλά σίγουρα δεν έχω πρόθεση να απουσιάσω.»
Βέβαια, τα ελληνικά media μίλησαν για μια υποτιθέμενη εμφατική δήλωσή του, σύμφωνα με την οποία θα ήθελε μελλοντικά (σε κάποια απροσδιόριστη χρονική στιγμή, προσθέτω εγώ) να βρεθεί και πάλι κοντά στην «Επίσημη Αγαπημένη». Των Ελλήνων φιλάθλων, εννοείται...
Το καταθέτω ως προσωπική θέση, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα κάνω γι’ αυτό μόνο εχθρούς: Με ενοχλεί αφάνταστα η μικρο-επαρχιώτικη τάση μας να θεωρούμε εθνική υπόθεση τις επιτυχίες ενός Έλληνα επαγγελματία αθλητή στο εξωτερικό. Ο Γιάννης δεν πήγε στην Αμερική για να δοξάσει την Ελλάδα, πήγε για να αξιοποιήσει προς δικό του όφελος το τεράστιο ταλέντο του. Και, ας μην κρυβόμαστε, θα αδικούσε πολύ τον εαυτό του αν έμενε εδώ, ακόμα κι αν έπαιζε στους κορυφαίους ελληνικούς συλλόγους!
Χαίρομαι αληθινά που ένας Έλληνας αθλητής κάνει μεγάλη καριέρα εκτός συνόρων, αλλά έως εκεί. Δεν τον αντιμετωπίζω ως εθνικό ήρωα, δεν αισθάνομαι ότι του χρωστώ ευγνωμοσύνη για όσα κατάφερε, κι ούτε προσμετρώ τα επιτεύγματά του στους λόγους που θα μπορούσαν να με κάνουν περισσότερο εθνικά υπερήφανο.
Θα με κάνει αληθινά υπερήφανο, εν τούτοις, αν κάποια μέρα οδηγήσει με το μοναδικό ταλέντο του την εθνική ομάδα μπάσκετ της χώρας μου σε μια μεγάλη διεθνή επιτυχία. Ως τότε, όμως, ας χαλαρώσουμε λιγάκι με τον Γιάννη. Στο κάτω-κάτω, όπως και να το δούμε, η Ελλάδα δεν είναι «Θυμαριά»!
Aixmi.gr